κλόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(SL_2)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κλόνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[confusion]] ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' [[ἀλαλαί]] τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.
|sltr=[[κλόνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[confusion]] ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' [[ἀλαλαί]] τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλόνος]])<br />[[κίνηση]] που γίνεται με [[ταραχή]] ή θόρυβο, [[κλονισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες [[μετά]] από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό [[σύνδρομο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> [[δόνηση]], [[σεισμός]] («ὁ [[κλόνος]] ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ειδ.)</b> [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]] (α. «[[ἔρις]] κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ταραχώδης]] [[κίνηση]] που συμβαίνει στον οργανισμό και [[κυρίως]] το [[γουργούρισμα]] τών εντέρων<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[αναταραχή]], [[σάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλομαι]]. Εμφανίζει [[επομένως]] τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>κλ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[κινώ]]» και [[επίθημα]] -<i>όνος</i>, όπως τα <i>θρ</i>-<i>όνος</i>, <i>χρ</i>-<i>όνος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλονίζω]], [[κλονώ]], [[κλονώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλονικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κλονοειδώς]]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόνος Medium diacritics: κλόνος Low diacritics: κλόνος Capitals: ΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: klónos Transliteration B: klonos Transliteration C: klonos Beta Code: klo/nos

English (LSJ)

ὁ, Hom. (only in Il.),

   A confused motion, turmoil, esp. battle-rout, κατὰ κλόνον Il.16.331, 713; κ. ἐλχειάων throng of spears, 5.167, 20.319; ἐν δὲ κλόνον ἧκε κακόν [Ἀπόλλων] 16.729; κ. ἀνδρῶν throng of men, Hes.Sc.148; Trag.(not in S.) only in lyr., ἱππιοχάρμας κλόνους throngs of fighting horsemen, A.Pers.106; ἀσπίστορας κλόνους Id.Ag.404; σκέψαι κλόνον . . Γιγάντων E.Ion206: in later Prose, trembling, confusion, Aq.Ez.12.8, Them.Or.6.73b; agitation of mind, ὁ ἄφρων σάλον καὶ κ. ὑπομένει Ph.1.230.    II agitation in physiological sense, of wind in the bowels, Ar.Nu.387; κλόνου πάταγος Aret.SD1.7; οἱονεί τινα σφυγμὸν καὶ κ. ἔχοντος τοῦ πνεύματος Plu.2.681a; of the pulse, Gal.9.76; of the body generally, ib.651: generally, shaking, agitation, Alex.Aphr.in Top.466.25.

German (Pape)

[Seite 1456] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖθις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.

Greek (Liddell-Scott)

κλόνος: ὁ, ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ κλονέω) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη κίνησις, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης ταραχή, θόρυβος, κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· οὕτως, Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· ἅπαξ παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, θόρυβος, ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. κλονέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation, tumulte d’un combat ; en gén. mouvement tumultueux ; p. ext. trouble du bas-ventre.
Étymologie: DELG κέλομαι.

English (Autenrieth)

tumult; ἐγχειάων, ‘press of spears,’ Il. 5.167. (Il.)

English (Slater)

κλόνος
   1 confusion ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.

Greek Monolingual

ο (AM κλόνος)
κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός
νεοελλ.
ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο
μσν.-αρχ.
1. σύγχυση, ταραχή
2. δόνηση, σεισμός («ὁ κλόνος ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)
αρχ.
1. (ειδ.) σύγκρουση, συμπλοκή (α. «ἔρις κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», Ησίοδ.
β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», Αισχύλ.)
2. η ταραχώδης κίνηση που συμβαίνει στον οργανισμό και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων
3. (για τη θάλασσα) αναταραχή, σάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλομαι. Εμφανίζει επομένως τη μηδενισμένη βαθμίδα κλ- της ΙΕ ρίζας kel- «κινώ» και επίθημα -όνος, όπως τα θρ-όνος, χρ-όνος.
ΠΑΡ. κλονίζω, κλονώ, κλονώδης
νεοελλ.
κλονικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κλονοειδώς].