λιαρός: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[warm]], lukewarm; [[αἷμα]], [[ὕδωρ]], Λ , Od. 24.45; [[then]] [[mild]], [[gentle]], Od. 5.268, Il. 14.164. | |auten=[[warm]], lukewarm; [[αἷμα]], [[ὕδωρ]], Λ , Od. 24.45; [[then]] [[mild]], [[gentle]], Od. 5.268, Il. 14.164. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[θερμός]], [[υπόθερμος]], [[χλιαρός]] («ὄφρ' [[αἷμα]] λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]] («τῷ δ' [[ὕπνον]] ἀπήμονά τε λιαρόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη [[μορφή]] του τον τ. [[χλιαρός]]. Πιθ. [[λιαρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>λισαρός</i>, [[οπότε]] [[είναι]] συγγενές με αρχ. άνω γερμ. <i>lĩso</i> «[[μαλακώνω]]», μέσ. άνω γερμ. <i>lĩse</i> «[[ήπιος]], [[πράος]]», λιθουαν. <i>lysti</i> «[[ισχνός]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. [[λιτός]] και [[λεῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.
German (Pape)
[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.
Greek (Liddell-Scott)
λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.
English (Autenrieth)
warm, lukewarm; αἷμα, ὕδωρ, Λ , Od. 24.45; then mild, gentle, Od. 5.268, Il. 14.164.
Greek Monolingual
λιαρός, -ά, -όν (Α)
1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ' αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ. χλιαρός. Πιθ. λιαρός < λισαρός, οπότε είναι συγγενές με αρχ. άνω γερμ. lĩso «μαλακώνω», μέσ. άνω γερμ. lĩse «ήπιος, πράος», λιθουαν. lysti «ισχνός». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. λιτός και λεῖος.