ῥυμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> timon d’une voiture;<br /><b>2</b> trait d’un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> timon d’une voiture;<br /><b>2</b> trait d’un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥυμός]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό επίμηκες [[ξύλο]], κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, [[τιμόνι]]<br /><b>2.</b> το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο [[άκρο]] του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο [[ζυγός]] και το οποίο χρησιμεύει για την [[έλξη]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> σιδερένια [[δοκός]], από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει τήν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δέντρου [[κατάλληλος]] για [[κάψιμο]], το [[κούτσουρο]]<br /><b>3.</b> η [[τροχιά]] διάττοντα αστέρα<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[στοίχος]], [[σειρά]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (στους Ροδίους) [[βάρος]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζύγισμα]]<br /><b>7.</b> τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τάξις]] ἢ έμμέλεια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>χυ</i>-<i>μός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμός Medium diacritics: ῥυμός Low diacritics: ρυμός Capitals: ΡΥΜΟΣ
Transliteration A: rhymós Transliteration B: rhymos Transliteration C: rymos Beta Code: r(umo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἐρύω (A))

   A pole of a chariot or car, Il.10.505, 23.393, 24.271, Hdt.4.69; ἐν πρώτῳ ῥ. at the front end of the pole, Il.6.40, 16.371; ἀρτήματα ῥρυμοῖς pole-chains, IG12.314.40, cf. 313.21,22,28, 22.1672.307.    b three stars in the Bear, the pole of the Wain, Suid.    2 log or block of wood for fuel, SIG975.1, al. (Delos, iii B.C.), IG11 (2).154 A 18 (ibid., iii B.C.); ξύλα καὶ κληματίδες καὶ ῥυμοὶ τὰ ἱερεῖα ἑψῆσαι ib. 203 A 51 (ibid., iii B.C.); ῥυμὸς εἰς βωμόν ib.144 A 32 (ibid., iv B.C.); ῥυμοὶ εἰς τοὺς χορούς Inscr.Délos 442 A 186, cf. 189 (ii B.C.).    II trace, Ael.NA10.48.    III trail of a shooting star, Arat.927.    IV perh. shelf or row, πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., etc., IG22.1388.16,19, al., Michel 832.63 (Samos, iv B.C.), etc.; αἱ . . ἐν τῷ πρώτῳ ῥ. φιάλαι Inscr.Délos 442 B 21 (ii B.C.); ἐκ τοῦ πρώτου ῥ. τοῦ ἐκ τῆς κιβωτοῦ φιάλη ἡ περιγενομένη ἀπὸ τοῦ ῥ. τοῦ παραδοθέντος τοῖς ἀνδράσιν ib.25.    V a weight at Rhodes, Suid.    VI = τάξις, ἢ ἐμμέλεια, Hsch. (sed leg. ῥυθμός).

German (Pape)

[Seite 851] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = ῥυτήρ, Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie ῥύμη, s. Böckh Staatshaush. II p. 290.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμός: -οῦ, ὁ, (ῥύω, ἐρύω) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον ξύλον τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος μέχρι τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - ὡσαύτως, τρεῖς ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν τρεῖς ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ἵππος σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. ὁλκός, Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων ἀστήρ, Ἄρατ. 927. IV. = τάξις, (ἀλλά: ῥύμη· τάξις ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναιἔννοια ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «σταθμίον τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 timon d’une voiture;
2 trait d’un attelage.
Étymologie: R. Ῥυ tirer ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

Greek Monolingual

ο / ῥυμός, ΝΜΑ
1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι
2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του
νεοελλ.
στρ. σιδερένια δοκός, από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού
αρχ.
1. ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει τήν άμαξα
2. κορμός δέντρου κατάλληλος για κάψιμο, το κούτσουρο
3. η τροχιά διάττοντα αστέρα
4. πιθ. στοίχος, σειρά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) (στους Ροδίους) βάρος
6. συνεκδ. ζύγισμα
7. τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου
8. (κατά τον Ησύχ.) «τάξις ἢ έμμέλεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μός (πρβλ. θυ-μός, χυ-μός)].