σμῆνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> essaim d’abeilles <i>ou</i> de guêpes ; <i>p. ext.</i> essaim, multitude <i>en parl. de <i>pers.</i> ou de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> essaim d’abeilles <i>ou</i> de guêpes ; <i>p. ext.</i> essaim, multitude <i>en parl. de <i>pers.</i> ou de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[σμῆνος]], ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α<br /><b>1.</b> [[ομάδα]] [[μελισσών]] ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού<br /><b>2.</b> αυτοτελές [[σύνολο]] [[μελισσών]] ή [[σφηκών]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) πυκνό [[πλήθος]], πυκνή [[ομάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[σύνολο]] πτηνών σε [[πτήση]]<br />β) [[σύνολο]] κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν<br />γ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική [[εκμετάλλευση]]<br />δ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η [[φύλαξη]] ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. [[αγέλη]] ή [[κοπάδι]]<br /><b>2.</b> βασική [[μονάδα]] της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη [[αποστολή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αστρικά [[σμήνη]]» — μόνιμη [[συγκέντρωση]] αστέρων συγκρατούμενων με [[κοινή]] αμοιβαία [[έλξη]], [[συγκέντρωση]] η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη [[φυσική]] [[μονάδα]] με [[κοινή]] [[κίνηση]] και [[προέλευση]]<br />β) «ανοιχτά αστρικά [[σμήνη]]» ή «γαλαξιακά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> αστρικά [[σμήνη]] που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από [[δέκα]] [[περίπου]] έως μερικές εκατοντάδες, [[συνήθως]] σε ασύμμετρη [[διάταξη]]<br />γ) «σφαιρωτά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους σε συμμετρική και [[σχεδόν]] σφαιρική [[διάταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έθ</i>-<i>νος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῆνος Medium diacritics: σμῆνος Low diacritics: σμήνος Capitals: ΣΜΗΝΟΣ
Transliteration A: smē̂nos Transliteration B: smēnos Transliteration C: sminos Beta Code: smh=nos

English (LSJ)

Dor. σμᾶνος Theoc.1.107, εος, τό,

   A beehive, σμήνεσσι κατηρεφέεσσι Hes. Th.594, cf. IG12.326.15, Pl.R.552c, Arist.HA624a6 sq.    II swarm of bees, σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers.128 (lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA627b15, al.; of wasps, Ar.V.425; of ἀνθρῆναι, Arist. HA629a7.    2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σ. S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν σ. Cratin.2; σ. θεῶν, of the clouds, Ar.Nu.297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σ., σ. τι ἀρετῶν, Pl.R.574d, Men.72a; ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115 J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 910] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm : θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆνος: Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = σίμβλος, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = ἑσμός, πλῆθος μελισσῶν, ἓν ὅλον βασίλειον ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) καθόλου, μέγα πλῆθος, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· οἷον σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 ruche;
2 essaim d’abeilles ou de guêpes ; p. ext. essaim, multitude en parl. de pers. ou de choses.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος.

Greek Monolingual

το / σμῆνος, ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α
1. ομάδα μελισσών ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού
2. αυτοτελές σύνολο μελισσών ή σφηκών
3. (κατ' επέκτ.) πυκνό πλήθος, πυκνή ομάδα
νεοελλ.
1. βιολ. α) σύνολο πτηνών σε πτήση
β) σύνολο κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν
γ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική εκμετάλλευση
δ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η φύλαξη ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. αγέλη ή κοπάδι
2. βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη αποστολή
3. φρ. α) «αστρικά σμήνη» — μόνιμη συγκέντρωση αστέρων συγκρατούμενων με κοινή αμοιβαία έλξη, συγκέντρωση η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη φυσική μονάδα με κοινή κίνηση και προέλευση
β) «ανοιχτά αστρικά σμήνη» ή «γαλαξιακά αστρικά σμήνη»
αστρον. αστρικά σμήνη που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από δέκα περίπου έως μερικές εκατοντάδες, συνήθως σε ασύμμετρη διάταξη
γ) «σφαιρωτά αστρικά σμήνη»
αστρον. ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους σε συμμετρική και σχεδόν σφαιρική διάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με επίθημα -νος (πρβλ. έθ-νος)].