σύντομος: Difference between revisions
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />raccourci, court :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’un chemin, d’un trajet</i> [[σύντομος]] [[ὁδός]] XÉN, ἡ [[σύντομος]] HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;<br /><b>2</b> <i>en parl. du langage, du style</i> συντομώτερος [[λόγος]] ISOCR discours plus concis;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> (guerre, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> συντομώτερος, <i>Sp.</i> συντομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συντέμνω]]. | |btext=ος, ον :<br />raccourci, court :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’un chemin, d’un trajet</i> [[σύντομος]] [[ὁδός]] XÉN, ἡ [[σύντομος]] HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;<br /><b>2</b> <i>en parl. du langage, du style</i> συντομώτερος [[λόγος]] ISOCR discours plus concis;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> (guerre, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> συντομώτερος, <i>Sp.</i> συντομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συντέμνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σύντομος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A<br /><b>1.</b> ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, [[βραχύς]] (α. «[[σύντομος]] [[δρόμος]]» β. «σύντομο [[διάλειμμα]]» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχυλογικός]], [[λακωνικός]], [[συνοπτικός]] (α. «σύντομη [[έκθεση]]» β. «φανῶ... σημεῑα τῶνδε [[σύντομα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σύντομον</i><br />με [[συντομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ανάστημα]]) [[κοντός]]<br /><b>2.</b> [[ξαφνικός]], [[άμεσος]] («σύντομον... θάνατον», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύντομος]]<br />(ενν. [[ὁδός]]) [[σύντομος]] [[δρόμος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>η [[συντομία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συντόμῳ» <br />α) με [[λίγα]] [[λόγια]]<br />β) σε [[επιτομή]] <b>(Επιφάν.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συντόμως]] ΝΜΑ, και [[σύντομα]] Ν<br /><b>1.</b> εν [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[προσεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>τομος</i>, <i>ἐπί</i>-<i>τομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A cut short, abridged, esp. of a road, ἀτραπὸς ξ. a short cut, Ar.Ra.123; ἡ κατάβασις -ωτέρη Hdt.7.223; τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ Id.1.185, 4.136; -ώτατον the shortest cut, Id.2.158, 4.183; τὰ -ώτατα Th.2.97; σύντομος (sc. ὁδός) Hdt.5.17, X.HG7.2.13, etc.; -ωτάτη ὁδός Heraclit.(?) 135; τὴν -ωτάτην . . ἦγε X.HG7.5.21; cf. συντέμνω 11,111. 2 of language, concise, brief, μῦθος A.Pers.698 (troch.), cf. E.Heracl.784 (Sup.), etc; -ώτερος ὁ λόγος Isoc.3.27; σ. λέξις Arist.Rh.1414a25; ἐπεισόδια Id.Po.1455b16; σ. ἀνάμνησις a concise summary, Id.Rh.Al.1433b29; διαλογισμός Epicur.Ep.2p.35U.; φανῶ . . σημεῖα τῶνδε σ. S.OT710; τὸ σ. conciseness, D.H. Vett.Cens.3.1. 3 of other things, -ωτάτη διαπολέμησις Th.7.42; σ. ἐμβολή, παρουσία, etc., Plb.3.78.6, 11.1.1, etc. 4 of stature, short, Call.Epigr.13. II Adv. -μως concisely, briefly, σ. φημίσασθαι, λέξειν, etc., A.Ag.629, Eu.585, etc.; πεύσει τὰ πάντα σ. ib.415; ὡς σ. εἰπεῖν Pl.Ti.25e: also neut. pl., εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα S.Ant.446 (v.l. συντόμως): Comp. -ώτερον Isoc.4.64, etc.: Sup. -ώτατα Id.10.30; συντομώτατον εἰπεῖν Alex.245.4: but also -ωτέρως, Is.11.3 (cj.), Epicur.Ep.1p.27U.; -ωτάτως S.OC1579. 2 of Time, shortly, quickly, immediately, ἀπολλύναι Hp.Aph.3.12, cf. S.OT810, PCair.Zen.412.9 (iii B.C.), Plb.8.16.7, J.AJ7.9.7. Sor.1.91, etc.: Sup. -ώτατα Rev.Arch.22(1925).62 (Callatis, iii B.C.), PCair.Zen.28.8 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1036] zusammengeschnitten, beschnitten, abgekürzt, kurz; μήτι μακεστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Aesch. Pers. 684, wie Soph. εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 442; μύθους συντομωτάτους κλύειν, Eur. Heracl. 784; Ar. Ran. 123; ἡ σύντομος, sc. ὁδός, der kurze Weg, Richtweg, Her. 5, 17; auch τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ, 1, 185. 4, 136; συντομώτατόν ἐστι, es ist der kürzeste Weg, 7, 121; συντομωτάτη διαπολέμησις, Thuc. 7, 42; ὁδός, Xen. Cyr. 1, 6, 21, wie Pol. u. a. Sp. – Adv. συντόμως, in Kurzem, bes. von der Rede, πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Aesch. Eum. 393; λέξομεν, 555; ξυντομωτάτως μὲν ἂν τύχοιμι λέξας, Soph. O. C. 1575; ὡς συντόμως εἰπεῖν, Plat. Tim. 25 e; συντομώτερον, Isocr. Paneg. 64 nach Bekker, vulg. συντομωτέρως. Auch ὡς ἐν συντόμῳ λεκτέον, S. Emp. pyrrh. 2, 236; ὡς ἐν συντόμοις εἰρήσθω, adv. phys. 2, 233; von der Zeit, sogleich, Soph. O. R. 810; Hachon bei Ath. VIII, 349 a.
Greek (Liddell-Scott)
σύντομος: -ον, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατιν. concisus, ὡς καὶ νῦν, συντετμημένος, βραχύς, κοινῶς κοντός, μάλιστα ἐπὶ ὁδοῦ, ἀτραπὸς ξύντομος, σύντομον «μονοπάτι», Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· ἡ κατάβασις συντομωτέρη Ἡρόδ. 7. 223· τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 1. 185., 4. 136· συντομώτατον ὁ αὐτ. 2. 158., 4. 183· τὰ ξυντομώτατα Θουκ. 2. 97· ἡ σύντομος (ἐξυπακουομ. ὁδὸς) Ἡρόδ. 5. 17, Ξεν., κλπ.· ἡ συντομωτάτη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 21, πρβλ. συντέμνω ΙΙ, ΙΙΙ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, λόγου, κτλ., σύντομος, βραχύς, ὀλίγος, μῦθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 698. Εὐρ., κλπ.· συντομώτερος ὁ λόγος Ἰσοκρ. 32C· σ. λέξις Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12. 6· ἐπεισόδιον ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17, 9· σ. ἀνάμνησις, σύντομος περίληψις, ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 21, 1· φανῶ… σημεῖα τῶνδε σ. Σοφ. Ο. Τ. 710· τὸ σύντομον, συντομία, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3. 1. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ξυντομωτάτη διαπολέμησις Θουκ. 7. 42· σ. ἐμβολή, παρουσία Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ. 4) ἐπὶ ἀναστήματος, βραχύς, «κοντός», Καλλ. Ἐπιγράμμ. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. συντόμως, ἐν συντομίᾳ, βραχέως, διὰ βραχέων, σ. φημίζειν, λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, Εὐμ. 585, Σοφ., κλπ.· πεύσει τὰ πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 415· ὡς σ. εἰπεῖν Πλάτ. Τίμ. 25Ε· ― οὕτως οὐδέτ. πληθ., σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα Σοφ. Ἀντ. 446. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἰσοκρ. 53D, κτλ. ― Ὑπερθ. -ώτατα ὁ αὐτ. 214Α· συντομώτατόν γ’ εἰπεῖν Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 4· ― ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ -ωτέρως, Ἰσαῖ. 83. 11· -ωτάτως, Σοφ. Ο. Κ. 159. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν βραχεῖ, ταχέως, ἀμέσως, ἀπολλύναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· οὕτω καὶ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 810, Ξεν., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
raccourci, court :
1 en parl. d’un chemin, d’un trajet σύντομος ὁδός XÉN, ἡ σύντομος HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;
2 en parl. du langage, du style συντομώτερος λόγος ISOCR discours plus concis;
3 en gén. (guerre, etc.);
Cp. συντομώτερος, Sp. συντομώτατος.
Étymologie: συντέμνω.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύντομος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A
1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.)
2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη έκθεση» β. «φανῶ... σημεῑα τῶνδε σύντομα», Σοφ.)
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) σύντομον
με συντομία
αρχ.
1. (για ανάστημα) κοντός
2. ξαφνικός, άμεσος («σύντομον... θάνατον», Ωριγ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σύντομος
(ενν. ὁδός) σύντομος δρόμος
4. το ουδ. ως ουσ. η συντομία
5. φρ. «ἐν συντόμῳ»
α) με λίγα λόγια
β) σε επιτομή (Επιφάν.).
επίρρ...
συντόμως ΝΜΑ, και σύντομα Ν
1. εν συντομία, με λίγα λόγια
2. (για χρόνο) σε μικρό χρονικό διάστημα, προσεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ἀπό-τομος, ἐπί-τομος].