φλογμός: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rayonnement <i>ou</i> ardeur du soleil;<br /><b>2</b> fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rayonnement <i>ou</i> ardeur du soleil;<br /><b>2</b> fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> (για συναισθήματα) [[έξαψη]] («φλογμὸς παθῶν», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με την [[αστραπή]]) ισχυρό φως, [[λάμψη]] («πυρὸς φλογμὸς ὁ [[Διός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακτινοβολία]] θερμότητας, [[πύρα]]<br /><b>3.</b> (ως ιατρ. όρος) α) [[φλόγωση]]<br />β) [[πυρετός]]<br /><b>4.</b> [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>μός</i>, <i>φορ</i>-<i>μός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A flame, blaze, as of lightning, πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831 (lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec.474 (lyr.), f.l. in Hel.1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu.940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu.400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 (Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468. b fire, Ph.1.118. 2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44. 3 metaph., heat of passion, Ph.1.166,238.
German (Pape)
[Seite 1292] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; Διός, der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.
Greek (Liddell-Scott)
φλογμός: ὁ, φλόξ, λάμψις, οἷον ἀστραπῆς, φλ. ὥστε Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· πυρώδης θερμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) φλόγωσις, φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· πυρετώδης θερμότης, Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ θέρμη τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 rayonnement ou ardeur du soleil;
2 fièvre ardente.
Étymologie: φλέγω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μτφ. (για συναισθήματα) έξαψη («φλογμὸς παθῶν», Φίλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με την αστραπή) ισχυρό φως, λάμψη («πυρὸς φλογμὸς ὁ Διός», Ευρ.)
2. ακτινοβολία θερμότητας, πύρα
3. (ως ιατρ. όρος) α) φλόγωση
β) πυρετός
4. φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -μός (πρβλ. κορ-μός, φορ-μός)].