τελεστικός: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d’initier, propre à initier, à consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d’initier, propre à initier, à consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τελεστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[μυσταγωγία]], [[μυστικός]] («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]] για [[τέλεση]], για [[εκτέλεση]] («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] για [[μύηση]] («μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τελεστικόν</i><br />α) χρηματική [[καταβολή]] για την [[παραδοχή]] στον ιερατικό [[κλάδο]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ξηρὸν σῡκον»<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελεστικά</i><br /><b>πιθ.</b> [[ονομασία]] [[τελετής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελεστικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο τελεστικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for finishing or accomplishing, Arist.Phgn.813a4; τελεστικὸς τῶν ἁπάντων bringing to fulfilment, Theol.Ar.60. 2 connected with mystic rites, μαντικὸς ἢ τ. βίος Pl.Phdr.248d; Διονύσου τ. ἐπίπνοια ib.265b; τ. σοφία Plu.Sol.12; θρῆνος Philostr.Her.19.14; τ. καὶ μυστικόν Ael.NA2.42. 3 τελεστικόν, τό, payment for admission to a priesthood, OGI90.16 (Rosetta, ii B.C.). 4 τελεστικά, τά, name of a ceremony, dub. l. in Jahresh.26 Beibl.17 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 1085] vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, σοφία, die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς βίος, Plat. Phaedr. 248 d.
Greek (Liddell-Scott)
τελεστικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς τέλεσιν ἢ ἐκτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. 2) κατάλληλος πρὸς μύησιν, μυστικός, τελ. καὶ μαντικὸς βίος Πλάτ. Φαῖδρ. 248D· τ. ἐπίπνοια αὐτόθι 265Β· σοφία τ., ἡ σοφία τῶν μυστηρίων, Πλουτ. Σόλων 12· θρῆνος Φιλόστρ. 740 τ. καὶ μυστικὸν Αἰλ. π. Ζ. 2. 42· Βακχικοί... καὶ τ. λῆροι Κλήμ. Ἀλεξ. 235· - τ. τελεστικόν, ἐν τῆ ἐπιγραφῇ τῆς Ροσέττης (Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 16) φαίνεται ὅτι εἶναι ταμεῖον σχηματισθὲν ἐκ τῶν χρηματικῶν προκαταβολῶν τῶν εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰσερχομένων. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 232. 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la vertu d’initier, propre à initier, à consacrer.
Étymologie: τελέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τελεστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.)
2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.)
3. κατάλληλος για μύηση («μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τελεστικόν
α) χρηματική καταβολή για την παραδοχή στον ιερατικό κλάδο
β) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ξηρὸν σῡκον»
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελεστικά
πιθ. ονομασία τελετής.
επίρρ...
τελεστικῶς Μ
κατά τρόπο τελεστικό.