άμιλλα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(3)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>].
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>πρβλ.</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

η (Α ἅμιλλα)
1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός
2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια
αρχ.
1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» — αγώνας για πλούτη, για παιδιά
2. φρ. «ἅμιλλα ἵππων», αγώνας ιπποδρομίας
«ἅμιλλαν τίθημιπροτίθημι», προτείνω αγώνα
«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή χρήση στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε αρχικό τ. ἅμ-ιλ-, από όπου προήλθε με αφομοίωση (πρβλ. και τις λ. θύελλα, άμαλλα). Η ακριβής όμως προέλευση τών επιμέρους στοιχείων της λ. είναι άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. ἅμα «μαζί» και β΄ συνθ. το ουσ. ἴλη «ομάδα ανθρώπων, όμιλος, τμήμα ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού F στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το μόρφημα -ιλ- της λ. αποτελεί στοιχείο της καταλήξεως.
ΠΑΡ. ἁμιλλῶμαι].