Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλείτης: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλείτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[κακούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική [[οικογένεια]], όπως το αρχ. γερμ. <i>leid</i> «[[μισητός]], [[απεχθής]]», το νεώτερο γερμ. <i>Leid</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]» και το αρχ. σκανδιναβ. [<i>leidr</i> «[[δυσάρεστος]], [[μισητός]]» — το αρκτικό <i>α</i>- της λ. πιθ. να [[είναι]] προθετικό. Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>οι</i>-) της ρίζας της λ. [[ἀλείτης]] [[πρέπει]] να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου [[ἀλοίτης]] «[[εγκληματικός]]», [[επομένως]] «[[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]». Με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>ι</i>-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. <i>ἤλιτεν</i>, <i>ἠλίτετο</i>, που απαντούν στο [[έπος]] και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ἀλιταίνω]] «αμαρτάνω, [[αδικώ]], [[βλάπτω]]». Τέλος, με την [[ίδια]] [[ρίζα]] [[πρέπει]] να συνδέονται και τα επίθ. [[ἀλιτήριος]] «[[ανόσιος]], [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]]» και [[ἀλιτρός]] «[[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[φαύλος]]». Η [[ρίζα]] <i>ἀλίτ</i>-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται [[βάση]] ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. <i>ἀλεί</i>-<i>της</i>, <i>ἀλι</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θελκ</i>-<i>τήριος</i>, <i>ἱκε</i>-<i>τήριος</i>, <i>λυ</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i>), <i>ἀλι</i>-<i>τρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰα</i>-<i>τρός</i>, [[δαιτρός]]) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
|mltxt=[[ἀλείτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[κακούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική [[οικογένεια]], όπως το αρχ. γερμ. <i>leid</i> «[[μισητός]], [[απεχθής]]», το νεώτερο γερμ. <i>Leid</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]» και το αρχ. σκανδιναβ. [<i>leidr</i> «[[δυσάρεστος]], [[μισητός]]» — το αρκτικό <i>α</i>- της λ. πιθ. να [[είναι]] προθετικό. Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>οι</i>-) της ρίζας της λ. [[ἀλείτης]] [[πρέπει]] να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου [[ἀλοίτης]] «[[εγκληματικός]]», [[επομένως]] «[[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]». Με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>ι</i>-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. <i>ἤλιτεν</i>, <i>ἠλίτετο</i>, που απαντούν στο [[έπος]] και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ἀλιταίνω]] «αμαρτάνω, [[αδικώ]], [[βλάπτω]]». Τέλος, με την [[ίδια]] [[ρίζα]] [[πρέπει]] να συνδέονται και τα επίθ. [[ἀλιτήριος]] «[[ανόσιος]], [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]]» και [[ἀλιτρός]] «[[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[φαύλος]]». Η [[ρίζα]] <i>ἀλίτ</i>-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται [[βάση]] ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. <i>ἀλεί</i>-<i>της</i>, <i>ἀλι</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θελκ</i>-<i>τήριος</i>, <i>ἱκε</i>-<i>τήριος</i>, <i>λυ</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i>), <i>ἀλι</i>-<i>τρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰα</i>-<i>τρός</i>, [[δαιτρός]]) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλείτης:''' -ου, ὁ ([[ἀλέομαι]]), αυτός που ξεφεύγει, διαφεύγει της τιμωρίας, [[παραβάτης]], [[αμαρτωλός]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείτης Medium diacritics: ἀλείτης Low diacritics: αλείτης Capitals: ΑΛΕΙΤΗΣ
Transliteration A: aleítēs Transliteration B: aleitēs Transliteration C: aleitis Beta Code: a)lei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.

German (Pape)

[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

sinner, evil-doer, Il. 3.28, Od. 20.121.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. ἀλίτ- Apollon.Lex.259, Orio 32, PMasp.97ue.77 (VI d.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
ofensor, el que agravia φάτο γὰρ τείσεσθαι ἀλείτην dijo que pagaría el ofensor, Il.3.28, cf. Od.20.121, Orio 32, Apollon.Lex.259, PMasp.l.c.
c. gen. ofensor ἐνηέος ἀνδρὸς ἀλείτην A.R.1.1338.

Greek Monolingual

ἀλείτης, ο (Α)
1. (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος
2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική οικογένεια, όπως το αρχ. γερμ. leid «μισητός, απεχθής», το νεώτερο γερμ. Leid «θλίψη, πόνος» και το αρχ. σκανδιναβ. [leidr «δυσάρεστος, μισητός» — το αρκτικό α- της λ. πιθ. να είναι προθετικό. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα (-οι-) της ρίζας της λ. ἀλείτης πρέπει να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου ἀλοίτης «εγκληματικός», επομένως «σκληρός, απάνθρωπος». Με τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ι-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. ἤλιτεν, ἠλίτετο, που απαντούν στο έπος και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο ενεστωτικός τ. ἀλιταίνω «αμαρτάνω, αδικώ, βλάπτω». Τέλος, με την ίδια ρίζα πρέπει να συνδέονται και τα επίθ. ἀλιτήριος «ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος» και ἀλιτρός «αμαρτωλός, κακός, φαύλος». Η ρίζα ἀλίτ-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται βάση ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. ἀλεί-της, ἀλι-τή-ριος (πρβλ. θελκ-τήριος, ἱκε-τήριος, λυ-τή-ριος), ἀλι-τρός (πρβλ. ἰα-τρός, δαιτρός) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].

Greek Monotonic

ἀλείτης: -ου, ὁ (ἀλέομαι), αυτός που ξεφεύγει, διαφεύγει της τιμωρίας, παραβάτης, αμαρτωλός, σε Όμηρ.