Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωός]], -ή, -όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) [[ζω]]<br />[[ζωντανός]] («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ζωός]], -ή, -όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) [[ζω]]<br />[[ζωντανός]] («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωός:''' -ή, -όν ([[ζάω]]), [[ζωντανός]], αυτός που έχει [[υπόσταση]], ύπαρξη, έμβιο ον, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ζωὸν [[ἑλεῖν]] τινα, [[συλλαμβάνω]] κάποιον και τον [[κρατώ]] ζωντανό ως αιχμάλωτο, σε Ομήρ. Ιλ.· ζωὸν [[λαβεῖν]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωός Medium diacritics: ζωός Low diacritics: ζωός Capitals: ΖΩΟΣ
Transliteration A: zōós Transliteration B: zōos Transliteration C: zoos Beta Code: zwo/s

English (LSJ)

(without ι, cf. Schwyzer 436.2 (Crimisa, v/iv B.C.), Cret. δωός Leg.Gort.3.41, Cypr. pr. n.

   A Ζωϝόθεμις Schwyzer684 (v B.C.)), ή, όν, (ζῶ) alive, living, Pi.P.4.209, Hdt.2.70, etc.; οὐ . . ζωοῦ οὐδὲ θανόντος Od.17.115; ζωὸν ἑλεῖν τινα to take prisoner, Il.6.38; ζωὸν λαβεῖν X. HG1.2.5; cf. ζωγρέω: metaph., ζωὸν δὲ φθιμένων . . κλέος A.Eleg.3. —Also ζώς Il.5.887, 16.445, Hdt.1.194, JRS15.145,148 (Cotiaeum) (ζῶς Ptol.Ascal., ζώς Hdn.Gr.2.53; on the other cases, ib.712); ζοός Archil.63, Epich.189, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene), Theoc.2.5 (ζόος in Epich. l.c., Hdn.Gr.2.947).

German (Pape)

[Seite 1144] (ζάω), p. auch ζοός u. ζώς (die m. s.), lebendig, am Leben, Ggstz θανών, Od. 17, 115; καὶ ἀρτεμής Il. 5, 515; Pind. P. 4, 372; Her. 2, 70; ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβεν, ἑπτὰ δὲ ἀπέκτεινε Xen. Hell. 1, 2, 5; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζωός: -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. ζωγρέω· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... κλέος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι εἶναι ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ σόος)· καὶ ζοός, Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vivant.
Étymologie: ζάω.

English (Autenrieth)

acc. ζών: alive, living, Il. 5.887, Il. 16.445.

English (Slater)

ζωός
   1 alive, living ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.10) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) (P. 4.209) n. pro subs., living creature, ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)

Greek Monolingual

ζωός, -ή, -όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) ζω
ζωντανός («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», Ξεν.).

Greek Monotonic

ζωός: -ή, -όν (ζάω), ζωντανός, αυτός που έχει υπόσταση, ύπαρξη, έμβιο ον, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ζωὸν ἑλεῖν τινα, συλλαμβάνω κάποιον και τον κρατώ ζωντανό ως αιχμάλωτο, σε Ομήρ. Ιλ.· ζωὸν λαβεῖν, σε Ξεν.