ὀργίλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(29)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀργίλος]], -η, -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, [[ευερέθιστος]], [[ευέξαπτος]] («φύσει [[ὄντα]] ὀργίλον καὶ φονικώτατον», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] [[οργή]], εξοργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οργίλως</i> (Α ὀργίλως)<br />με μεγάλο θυμό, με [[οργή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀργή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίλος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀργίλος]], -η, -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, [[ευερέθιστος]], [[ευέξαπτος]] («φύσει [[ὄντα]] ὀργίλον καὶ φονικώτατον», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] [[οργή]], εξοργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οργίλως</i> (Α ὀργίλως)<br />με μεγάλο θυμό, με [[οργή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀργή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργίλος:''' [ῐ], -η, -ον ([[ὀργή]] II), αυτός που τείνει να θυμώνει, [[ευέξαπτος]], σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., [[ὀργίλως]] ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργίλος Medium diacritics: ὀργίλος Low diacritics: οργίλος Capitals: ΟΡΓΙΛΟΣ
Transliteration A: orgílos Transliteration B: orgilos Transliteration C: orgilos Beta Code: o)rgi/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, (ὀργή II)

   A inclined to anger, irascible, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. -ώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. -αίτερος). Adv. -λως, ἔχειν to be angry, D.21.215 ; τινι with one, Id.45.67 ; ἐπί τινι Paus.8.25.6 ; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as Adv., ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. -ώτερον J.BJ3.2.3.

German (Pape)

[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.

English (Strong)

from ὀργή; irascible: soon angry.

English (Thayer)

ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].

Greek Monotonic

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.