ζωγρία: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη. | |mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζωγρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται [[κάποιος]] [[ζωντανός]] (και [[συνήθως]] η [[μετέπειτα]] [[αιχμαλωσία]] του)· <i>ζωγρίῃ λαμβάνειν</i> ή <i>αἱρέειν = ζωγρεῖν</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or αἱρέειν,= ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; συλλαβεῖν SIG700.30 (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρία ἀνάγεσθαι or εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.
German (Pape)
[Seite 1142] ἡ, = ζωγρεία, ζωγρίῃ λαβεῖν, αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37˙ ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ κύριος γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4˙ ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2˙ ζ. ἀποβάλλω τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359˙ ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
capture d’un prisonnier vivant : ζωγρίῃ λαβεῖν τινα HDT ou αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.
Étymologie: ζωγρέω.
Greek Monolingual
ζωγρία και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) ζωγρώ
1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του
2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» — χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη.
Greek Monotonic
ζωγρία: Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται κάποιος ζωντανός (και συνήθως η μετέπειτα αιχμαλωσία του)· ζωγρίῃ λαμβάνειν ή αἱρέειν = ζωγρεῖν, σε Ηρόδ.