τραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[τρωματίζω]] Α [[τραῡμα</i>, <i>τραύματος]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον ώστε να του προκαλέσω [[τραύμα]], [[πληγώνω]], [[λαβώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[ψυχικό]] [[πλήγμα]], [[στενοχωρώ]] ή [[ταπεινώνω]] κάποιον («η σκληρή [[συμπεριφορά]] του μπορεί να τραυματίσει την [[προσωπικότητα]] του παιδιού του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] καίρια [[βλάβη]] σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>τραυματίζομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[υφίσταμαι]] [[ζημία]] («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[τρωματίζω]] Α [[τραῡμα</i>, <i>τραύματος]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον ώστε να του προκαλέσω [[τραύμα]], [[πληγώνω]], [[λαβώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[ψυχικό]] [[πλήγμα]], [[στενοχωρώ]] ή [[ταπεινώνω]] κάποιον («η σκληρή [[συμπεριφορά]] του μπορεί να τραυματίσει την [[προσωπικότητα]] του παιδιού του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] καίρια [[βλάβη]] σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>τραυματίζομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[υφίσταμαι]] [[ζημία]] («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», <b>[[Πολυδ]].</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τραυμᾰτίζω:''' Ιων. τρωμ-· παρακ. <i>τετραυμάτικα</i>, Παθ. <i>-ισμαι</i>· Παθ. αορ. <i>ἐτραυματίσθην</i>· [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτίζω Medium diacritics: τραυματίζω Low diacritics: τραυματίζω Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: traumatízō Transliteration B: traumatizō Transliteration C: travmatizo Beta Code: traumati/zw

English (LSJ)

Ion. τρωμ-: pf. τετραυμάτικα Decr. ap. D.18. 155:—Pass.τετραυμάτισμαι (v. infr.): aor. Pass.

   A ἐτραυματίσθην E.Fr.705:— wound, Hdt.1.59, al., E.Ba.763, PPetr.3p.59 (iii B. C.), BGU1780.11 (i B. C.), Ev.Luc.20.12, etc.:—Pass., Hdt.9.61, al., Th.4.35, etc.; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν . . ἐκμαστεύομεν A.Eu.246; τραυματισθεὶς τολλά Th.4.12.

German (Pape)

[Seite 1135] verwunden; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; Eur. Bacch. 762; Thuc. 4, 12. 129; τετραυματίκασι, Dem. 18, 155. Ion. τρωματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτίζω: Ἰων. τρωμ-· πρκμ. τετραυμάτικα, Ψήφ. παρὰ Δημ. 276. 6· παθ. -ισμαι, ἴδε κατωτ.· παθ. ἀόρ. ἐτραυματίσθην Εὐρ. Ἀποσπ. 700. Τραυματίζω, πληγώνω, Ἡρόδ. 1. 59, κ. ἀλλ., Εὐρ. Βάκχ. 763, Θουκ. 4. 35, κλπ. ― Παθ., Ἡρόδ. 9. 61, κ. ἀλλ.· τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρόν... ἐκμαστεύομεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 246· τραυματισθεὶς πολλὰ Θουκ. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

pf. τετραυμάτικα;
Pass. ao. ἐτραυματίσθην, pf. τετραυμάτισμαι;
blesser.
Étymologie: τραῦμα.

English (Strong)

from τραῦμα; to inflict a wound: wound.

English (Thayer)

1st aorist participle τραυματισας; perfect passive participle τετραυματισμενος; (τραῦμα); from Aeschylus and Herodotus down, to wound: Acts 19:16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [[τραῡμα, τραύματος]]
χτυπώ κάποιον ώστε να του προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω
νεοελλ.
μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα του παιδιού του»)
μσν.
μτφ. επιφέρω καίρια βλάβη σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
παθ. τραυματίζομαι
(για πράγμ.) υφίσταμαι ζημία («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», Πολυδ.).

Greek Monotonic

τραυμᾰτίζω: Ιων. τρωμ-· παρακ. τετραυμάτικα, Παθ. -ισμαι· Παθ. αορ. ἐτραυματίσθην· τραυματίζω, πληγώνω, σε Ηρόδ., Αττ.