καταδιαιτάω: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδῐαιτάω Medium diacritics: καταδιαιτάω Low diacritics: καταδιαιτάω Capitals: ΚΑΤΑΔΙΑΙΤΑΩ
Transliteration A: katadiaitáō Transliteration B: katadiaitaō Transliteration C: katadiaitao Beta Code: katadiaita/w

English (LSJ)

   A decide as arbitrator against one, give judgement against, opp. ἀποδ-, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D.49.19, cf. 21.84; οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib.85; ἔρημον κ. τινὸς [δίκην] give judgement in default against one, Id.21.92, cf. 40.17, Luc.Pr.Im.15: metaph., condemn, c. gen., Alciphr.1.31:—Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to be the cause of an arbitration being given against one, Lys.25.16.

German (Pape)

[Seite 1346] als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.

Greek (Liddell-Scott)

καταδιαιτάω: (ἴδε διαιτάω) ὡς διαιτητὴς ἐκφέρω κρίσιν ἐναντίον τινός, ἀντίθετον τῷ ἀποδιαιτάω, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν αὐτόθι 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, ὅταν ἐνεργήσῃ τις ὥστε νὰ ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἐναντίον τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε καταδικάζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καταδιαιτήσω, ao. avec double augm. κατεδιῄτησα, pf. καταδεδιῄτηκα, pqp. καταδεδιῃτήκειν;
pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;
condamner par un jugement arbitral;
Moy. καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.
Étymologie: κατά, διαιτάω.

Greek Monotonic

καταδιαιτάω: μέλ. -ήσω, παρακ. -δεδιῄτηκα (βλ. διαιτάω), ως διαιτητής κρίνω εναντίον κάποιου, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.