πινυτόφρων: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για τον Οδυσσέα) [[συνετός]], [[σώφρων]] («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[αγχίνους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πινυτός]] «[[συνετός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>]. | |mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για τον Οδυσσέα) [[συνετός]], [[σώφρων]] («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[αγχίνους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πινυτός]] «[[συνετός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐνῠτόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σοφό ή συνετό [[πνεύμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A of wise or understanding mind, of Odysseus, Q.S.14.630, AP3.8 (Inscr. Cyzic.); εὐμαθίη ib.7.22 (Simm.); σιγή APl.4.325 (Jul.); ingenious, εὐχωλή (of an acrostic) Puchstein Epigr.Gr.p.10; νοῦς Jul. Caes.319a; restd. in Epic.Alex.Adesp.7.19.
German (Pape)
[Seite 617] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; σιγή, Iul. Aeg. 34 (Plan. 325).
Greek (Liddell-Scott)
πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη αὐτόθι 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit inspiré, sage, prudent.
Étymologie: πινυτός, φρήν.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.)
2. ευφυής, αγχίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].
Greek Monotonic
πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σοφό ή συνετό πνεύμα, σε Ανθ.