ἀσάμινθος: Difference between revisions
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.]. | |mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσάμινθος:''' ἡ, [[μπανιέρα]], [[λουτήρας]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰσᾰ], ἡ,
A bathing-tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 368] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάμινθος: ἡ, λουτήρ, ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ ἀσάμινθος δὲ ποτήριον ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
baignoire.
Étymologie: -νθος : mot préhell.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Prosodia: [-σᾰ-]
bañera, pila, Il.10.576, Od.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.H.Rel.8.9
•pila, pilón, PStras.555.11 (III d.C.). • DMic.: a-sa-mi-to.
• Etimología: Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. nemsetu, namasitu ‘lavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de ἄκμων q.u.
Greek Monolingual
ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].
Greek Monotonic
ἀσάμινθος: ἡ, μπανιέρα, λουτήρας, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).