ἀρεσκεία: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀρέσκεια]])<br />[[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], [[προτίμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προσπαθεί [[κάποιος]] να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, η [[δουλοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]]) η καλή, η αρμόζουσα, η [[ηθική]] [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <i>αἱ ἀρέσκειαι</i><br />αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρεσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυταρέσκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαρέσκεια]], [[δυσαρέσκεια]], [[ευαρέσκεια]] [[φιλαρέσκεια]]]. | |mltxt=η (AM [[ἀρέσκεια]])<br />[[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], [[προτίμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προσπαθεί [[κάποιος]] να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, η [[δουλοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]]) η καλή, η αρμόζουσα, η [[ηθική]] [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <i>αἱ ἀρέσκειαι</i><br />αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρεσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυταρέσκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαρέσκεια]], [[δυσαρέσκεια]], [[ευαρέσκεια]] [[φιλαρέσκεια]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρεσκεία:''' ἡ, η [[προθυμία]] κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον [[άλλο]] προκειμένου να φανεί [[αρεστός]], υπερβολική [[φιλοφροσύνη]], [[δουλοπρέπεια]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 348] ἡ, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31, 26, 5; τοῦ βασιλέως, Gehorsam, 6, 2, 12; Selbstgefälligkeit, M. Anton. 5, 18.
English (Strong)
from a derivative of ἀρέσκω; complaisance: pleasing.
English (Thayer)
(T WH ἀρεσκια (see Iota)), ἀρεσκειας, ἡ (from ἀρεσκεύω to be complaisant; hence, not to be written (with R G L Tr) ἀρεσκεία (cf. Chandler § 99; Winer s Grammar, § 6,1g.; Buttmann, 12 (11))), desire to please: περιπατεῖν ἀξίως τοῦ κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρεσκείαν, to please him in all things, Philo, opif. § 50; de profug. § 17; de victim. § 3at the end In native Greek writings commonly in a bad sense: Theophrastus, char. 3 (5); Polybius 31,26, 5; Diodorus 13,53; others; (cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited)).
Greek Monolingual
η (AM ἀρέσκεια)
ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση
αρχ.
1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια
2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον
3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά
4. αἱ ἀρέσκειαι
αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρεσκος.
ΣΥΝΘ. αυταρέσκεια
νεοελλ.
απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, ευαρέσκεια φιλαρέσκεια].
Greek Monotonic
ἀρεσκεία: ἡ, η προθυμία κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον άλλο προκειμένου να φανεί αρεστός, υπερβολική φιλοφροσύνη, δουλοπρέπεια, σε Αριστ.