δυσπαλής: Difference between revisions
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσπάλαιστος]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> [[δύσκαμπτος]], [[σκληρός]]<br /><b>4.</b> [[επιβλαβής]]. | |mltxt=[[δυσπαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσπάλαιστος]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> [[δύσκαμπτος]], [[σκληρός]]<br /><b>4.</b> [[επιβλαβής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπᾰλής:''' -ές ([[πάλη]]), [[δύσκολος]] στο να παλέψει [[κάποιος]] μαζί του, [[ακατανίκητος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν . . δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26. 2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52. 3 stubborn, Nicom.Harm. 3.
German (Pape)
[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.
English (Slater)
δυσπᾰλής
1 hard to wrestle with, met., difficult ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. ἐστί) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273)
Spanish (DGE)
(δυσπᾰλής) -ές
1 irresistible δίνα A.Eu.559
•que es una lucha difícil ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ ... δυσπαλές difícil lucha es dirimir con juicio recto Pi.O.8.25, cf. P.4.273, Cerc.18.
2 fig. resistente al cambio ἐποχαί op. εὐκύμαντος Nicom.Harm.3.
3 peligroso, nocivo ῥίζαι A.R.4.52.
Greek Monolingual
δυσπαλής, -ές (Α)
1. δυσπάλαιστος
2. δύσκολος
3. δύσκαμπτος, σκληρός
4. επιβλαβής.
Greek Monotonic
δυσπᾰλής: -ές (πάλη), δύσκολος στο να παλέψει κάποιος μαζί του, ακατανίκητος, σε Αισχύλ.