Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἴφθιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴφθιμος]], -ον, θηλ. και -η (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά [[αλλά]] και [[κυρίως]] για ήρωες και για τον Άδη) [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) α) εύρωστη<br />β) [[ευπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[απουσία]] αρχικού <i>F</i> δεν επιτρέπει τη [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>ἴς</i>, <i>ἴφι</i>].
|mltxt=[[ἴφθιμος]], -ον, θηλ. και -η (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά [[αλλά]] και [[κυρίως]] για ήρωες και για τον Άδη) [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) α) εύρωστη<br />β) [[ευπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[απουσία]] αρχικού <i>F</i> δεν επιτρέπει τη [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>ἴς</i>, <i>ἴφι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴφθῑμος:''' -η, -ον ή -ος, -ον ([[ἶφι]], [[ἴφιος]]), [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις γυναίκες, εύρωστη, [[ευπρεπής]], κόσμια, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴφθῑμος Medium diacritics: ἴφθιμος Low diacritics: ίφθιμος Capitals: ΙΦΘΙΜΟΣ
Transliteration A: íphthimos Transliteration B: iphthimos Transliteration C: ifthimos Beta Code: i)/fqimos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον (v. infr.),

   A stout, strong, of bodily strength, ὤμοις ἰ. Il.18.204; κρατὶ ἐπ' ἰ. 3.336; ἰ. ποταμῶν 17.749; βοῶν ἴ. κάρηνα 23.260; of heroes, ἴ. ψυχαί, κεφαλαί, 1.3, 11.55; of Hades, Od. 10.534; also, of women, comely, stately, ἰ. βασίλεια 16.332; ἄλοχος Il.5.415, Theoc.17.128; παράκοιτις Od.23.92, etc.; θυγάτηρ 15.364; Πηρώ 11.287: later, generally, strong, powerful, ἰφθίμης φιλότητος D.P.655:—Hom. uses ἰφθίμη of women; but ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, speaking of men. (No ϝ-; prob. not cogn. with ἴς, ἶφι.)

German (Pape)

[Seite 1275] (ἶφι – τιμάω? schlecht von θυμός abgeleitet), 3, auch 2 Endgn, durch seine Kraft in Ansehen stehend, gewaltig; ehrendes Beiwort der homerischen Helden, Il. 23, 511 Od. 4, 365 u. öfter; Hades, Od. 10, 534. 11, 47; neben μέγας u. ἀγαυός, Il. 4, 534; Λύκιοι, 12, 417; ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων Od. 19, 110; μάχεσθαι 16, 244; von einzelnen Theilen des Körpers, κρατὶ ἐπ' ἰφθίμῳ Il. 3, 336, ὦμοι 18, 204, ἰφθίμους κεφαλάς, 11, 55, wie ἴφθιμοι ψυχαί 1, 3, tapfere Seelen, d. i. Seelen der Tapferen; das fem. ἰφθίμη hat Hom. nur bei Frauen, ἄλοχος Il. 5, 415. 19, 116, vgl. Od. 10, 106. 11, 287. 16, 332, in allgemeiner ehrender Bdtg, wacker, tüchtig; βοῶν ἴφθιμα κάρηνα Il. 23, 260; von einem gewaltigen Strome 17, 749. – Sp. D., D. Per. 655 Qu. Sm. 13, 334. – Den superl. ἰφθιμότατος erwähnt Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἴφθῑμος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ἶφι, ἴφιοςἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἐπὶ σωματικῆς ῥώμης· ἑπομένως: ὤμοις ἴφθ. Ἰλ. Σ. 204· κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην… ἔθηκεν Γ. 336· ἰφθίμων ποταμῶν... ῥέεθρα Ρ. 749· βοῶν ἰφθ. κάρηνα Σ. 23· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον ἡρώων, Γ. 336, Σ. 204, κτλ.· καὶ οὕτως, ἴφθ. ψυχαί, κεφαλαὶ Α. 3, Λ. 55· ἐπὶ τοῦ Ἅδου, Ὀδ. Κ. 534, Λ. 47: ― οὕτω καὶ ἐπὶ γυναικῶν, εὔρωστος, εὐπρεπής, οἵα πρέπει νὰ εἶναι ἡ γυνὴ ἥρωος (ὅρα Ὀδ. Κ. 105, 106)· ἰφθ. βασίλεια Π. 332· ἄλοχος, παράκοιτις Ἰλ. Ε. 415, Ὀδ. Ψ. 92, κτλ.· θυγάτηρ Ο. 364· ἰφθίμην Πηρὼ Λ. 287. ― Ὁσάκις ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ γυναικῶν, μεταχειρίζεται τὴν κατάληξιν τοῦ θηλ. ἰφθίμη· ἀλλὰ λέγει ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, προκειμένου περὶ ἀνδρῶν.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 fort, robuste;
2 p. ext. généreux, courageux, vaillant.
Étymologie: ἶφι.

Greek Monolingual

ἴφθιμος, -ον, θηλ. και -η (Α)
1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος
2. (για γυναίκες) α) εύρωστη
β) ευπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση της λ. με τους τ. ἴς, ἴφι].

Greek Monotonic

ἴφθῑμος: -η, -ον ή -ος, -ον (ἶφι, ἴφιος), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις γυναίκες, εύρωστη, ευπρεπής, κόσμια, σε Όμηρ.