κατασπάω: Difference between revisions
(eksahir) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[atraer]], [[entrar en trance]] | |esgtx=[[atraer]], [[entrar en trance]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] προς τα [[κάτω]], κ. [[τὰς]] [[νῆας]], [[ρυμουλκώ]] καράβια προς τη [[θάλασσα]], [[καθέλκω]], σε Ηρόδ.· <i>κ. σημεῖα</i>, [[κατεβάζω]] τις σημαίες (ως [[ένδειξη]] ήττας), σε Θουκ.· <i>κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πίνω]] [[μονορούφι]] ή [[καταπίνω]] [[μονομιάς]], Λατ. deglutire, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾰ]: pf. -έσπᾰκα Ar.Eq.718:—
A draw, pull down, μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν S.Fr.840; κατασπάσαι τινὰ τῶν τριχῶν drag one down by the hair, Ar.Lys.725; τινὰ τοῦ σκέλους Antiph.86.3; κ. τὰς πεντηκοντέρους haul them down to the sea, set them afloat, Hdt.1.164, cf. 7.193; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη (in token of defeat), Th.1.63; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.An.1.9.6; κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, of one frowning, Alciphr.3.3:—Pass., to be drawn down, τὰ κατασπώμενα . . κἀνασπώμενα, of the limbs of puppets, X.Mem.3.10.7; κατεσπασμέναι ὀφρύες, of one frowning, Arist.HA491b17; κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα, Luc.DMar.2.2, Anach.23. b gather fruit from, τὸν ἐλαιωνοπαράδεισον, prob. in PSI1.33.26 (iii A.D.). 2 Pass., to be displaced downwards, of a dislocated bone, Hp.Mochl. 4, 5; to be convulsed, suffer a spasm, Id.Epid.3.17.β (or perh. to be drawn, as in facial paralysis); fall into a trance, PMag.Lond.121.549. II draw down or forth, τὰ γυναικεῖα Hp.Epid.6.8.32, cf. Arist.GA750b35; γάλα Dsc.3.58; draw off, τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.30 (Pass.); χυμοὺς κ. [τὸ λουτρόν] App.Anth.3.158. III quaff, swallow down, Ar.Eq.718, Ra.576, Antiph.204.13. IV pull down, οἶκον, ἄλση, LXX 2 Ch.24.7, 34.7; τὰ ὑψηλά ib. 31.1, cf. PTeb.5.134 (ii B.C., Pass.); τὴν Σμύρναν Str.14.1.37, cf. 16.2.30 (Pass.); κ. τὰς τάξεις break the ranks, Plb.1.40.13: metaph., Phld. D.1.17. V lower, τὴν φωνήν Antyll. ap. Orib.6.9.5. VI precipitate, Zos.Alch.p.195 B. (Pass.). VII v. κατασπεύδω.
German (Pape)
[Seite 1380] (s. σπάω), herab-, herunterziehen; μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν Soph. frg. 783; τῶν τριχῶν τινα, an den Haaren, Ar. Lys. 725; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. 1, 63; κατεσπάσθη ἀπ ὸ τοῦ ἵππου Xen. An. 1, 9, 6; νῆας, Schiffe ins Meer ziehen, sie flott machen, Her. 7, 193; D. Sic. 19, 50; – ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, mit heruntergezogenen, finsteren Augenbrauen, Alciphr. 3, 3; vgl. Arist. H. A. 1, 9; – herunterziehen, -leiten, Medic.; herunterschlingen, verschlucken, Ar. Ran. 756; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; – zerreißen, zersprengen, τάξεις Pol. 1, 40, 13. – In der Aussprache verkürzen, als kurz brauchen, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 282.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπάω: μέλλ. -άσω ᾰ, ἕλκω ἢ σύρω δυνατὰ πρὸς τὰ κάτω, μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα κάτω ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «γάλα κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ καρπὸς γάλα κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς καθέλκω πλοῖα, τὰ «ῥίπτω» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς ναῦς ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, καταβιβάζω (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ νίκη ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ κάτω, καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. 1· κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον μεταβάλλω τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, πάσχω ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. προκαλῶ, διευκολύνω, καταβιβάζω, τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- σύρω ἔξω, ἐξάγω, τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. καταπίνω, καταβροχθίζω, Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. καταστρέφω, κρημνίζω, τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. πόλις κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ προφέρω ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. κατασπεύδω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tirer en bas : τινα τοῦ ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ τοῦ ἵππου XÉN tirer à bas d’un cheval ; νῆας HDT mettre des navires à flot ; fig. κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον LUC être amené à dormir.
Étymologie: κατά, σπάω.
Spanish
Greek Monotonic
κατασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ],
I. τραβώ ή φέρνω προς τα κάτω, κ. τὰς νῆας, ρυμουλκώ καράβια προς τη θάλασσα, καθέλκω, σε Ηρόδ.· κ. σημεῖα, κατεβάζω τις σημαίες (ως ένδειξη ήττας), σε Θουκ.· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου, σε Ξεν.
II. πίνω μονορούφι ή καταπίνω μονομιάς, Λατ. deglutire, σε Αριστοφ.