κάτοξυς: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάτοξυς]], -όξεια, -υ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[οξύς]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]] («ἔσθ' [[ὅπως]] [[ἄνευ]] μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «κάτοξυ [[νόσημα]]» — οξύτατη [[νόσος]] με [[βαριά]] συμπτώματα που επιφέρει, [[συνήθως]], τον θάνατο [[μέσα]] σε λίγες μέρες.
|mltxt=[[κάτοξυς]], -όξεια, -υ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[οξύς]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]] («ἔσθ' [[ὅπως]] [[ἄνευ]] μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «κάτοξυ [[νόσημα]]» — οξύτατη [[νόσος]] με [[βαριά]] συμπτώματα που επιφέρει, [[συνήθως]], τον θάνατο [[μέσα]] σε λίγες μέρες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάτοξυς:''' -εια, -υ, [[πολύ]] [[κοφτερός]], εξαιρετικά [[αιχμηρός]], [[διαπεραστικός]], [[διατρητικός]], λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοξυς Medium diacritics: κάτοξυς Low diacritics: κάτοξυς Capitals: ΚΑΤΟΞΥΣ
Transliteration A: kátoxys Transliteration B: katoxys Transliteration C: katoksys Beta Code: ka/tocus

English (LSJ)

εια, υ, strengthd. for ὀξύς,

   A very sharp, piercing, βοή Ar.V.471; of disease, acute, Hp.Aph.1.7 (cf. Gal.18(2).254), Aret.SA1.7, CA1.10; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως Hld.1.26.

German (Pape)

[Seite 1404] εια, υ, sehr spitzig; ἄνευ κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθωμεν Ar. Vesp. 471, schneidend, durchdringend; νόσημα Hippocr., von acuten Krankheiten, stärker als ὀξύς.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
1 très aigu, perçant en parl. d’un bruit;
2 aigu en parl. de maladie;
3 très vif en parl. de désir.
Étymologie: κατά, ὀξύς.

Greek Monolingual

κάτοξυς, -όξεια, -υ (Α)
1. πολύ οξύς
2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ' ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.)
3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» — οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο μέσα σε λίγες μέρες.

Greek Monotonic

κάτοξυς: -εια, -υ, πολύ κοφτερός, εξαιρετικά αιχμηρός, διαπεραστικός, διατρητικός, λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ.