μετακιάθω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετακιάθω]] (Α)<br />(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) [[πηγαίνω]] [[πίσω]] από κάποιον, [[ακολουθώ]], [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] [[μετά]] («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] σε [[επίσκεψη]]<br /><b>4.</b> [[μεταβαίνω]] για [[αναζήτηση]]<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]]<br /><b>6.</b> [[περνώ]] διά μέσου, [[διέρχομαι]] («ὅτε πᾱν [[πεδίον]] μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιάθω]] «κινούμαι, [[φεύγω]]»].
|mltxt=[[μετακιάθω]] (Α)<br />(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) [[πηγαίνω]] [[πίσω]] από κάποιον, [[ακολουθώ]], [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] [[μετά]] («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] σε [[επίσκεψη]]<br /><b>4.</b> [[μεταβαίνω]] για [[αναζήτηση]]<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]]<br /><b>6.</b> [[περνώ]] διά μέσου, [[διέρχομαι]] («ὅτε πᾱν [[πεδίον]] μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιάθω]] «κινούμαι, [[φεύγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετᾰκῑάθω:''' μόνο σε παρατ. <i>μετεκίαθον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ακολουθώ]], απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[καταδιώκω]], <i>Τρῶας μετεκίαθε</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πηγαίνω]] να επισκεφθώ, <i>Αἰθίοπας μετεκίαθε</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑάθω Medium diacritics: μετακιάθω Low diacritics: μετακιάθω Capitals: ΜΕΤΑΚΙΑΘΩ
Transliteration A: metakiáthō Transliteration B: metakiathō Transliteration C: metakiatho Beta Code: metakia/qw

English (LSJ)

[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον,

   A follow after, ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. Il.11.52, cf. 18.532: c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581.    II visit, ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Od.1.22, cf. Call.Dian.46; go to seek, A.R.3.802; simply, come to, κρήνην Id.1.1221.    III ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον had passed through it, Il.11.714.    IV intr., come next, A.R. 1.139.

German (Pape)

[Seite 147] nur verlängerte Aoristform μετεκίαθον, nachgehen, sowohl im feindlichen Sinne, verfolgen, Il. 11, 52. 18, 532, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16, 685, als auch nach Etwas gehen, um es zu holen, zurückzubringen, ταῦρον, nach dem vom Löwen geraubten Stier, 18, 581; auch = zu Einem gehen, um ihn zu besuchen, Αἰθίοπας μετεκίαθε, Od. 1, 22; πᾶν πεδίον, das ganze Gefilde durchstreifen, Il. 11, 714; sp. D., wie Callim.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰκῑάθω: Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., καταδιώκω, «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - ἁπλῶς, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· ἔρχομαι εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, αὐτόθι 1221. ΙΙ. ἀπέρχομαι εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. μετεκίαθον;
1 changer de pays pour aller vers, acc.;
2 aller à travers, acc.;
3 aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, κιάθω.

English (Autenrieth)

only ipf. μετεκίαθον: go after, pursue, pass over to, traverse, Il. 11.714.

Greek Monolingual

μετακιάθω (Α)
(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.)
2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.)
3. πηγαίνω σε επίσκεψη
4. μεταβαίνω για αναζήτηση
5. έρχομαι κάπου
6. περνώ διά μέσου, διέρχομαι («ὅτε πᾱν πεδίον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιάθω «κινούμαι, φεύγω»].

Greek Monotonic

μετᾰκῑάθω: μόνο σε παρατ. μετεκίαθον·
I. ακολουθώ, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., καταδιώκω, Τρῶας μετεκίαθε, στο ίδ.
II. πηγαίνω να επισκεφθώ, Αἰθίοπας μετεκίαθε, σε Ομήρ. Οδ.