παραδρομή: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απροσεξία]], [[αβλεψία]] («[[λάθος]] εκ παραδρομής»)<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[παρέλευση]], [[πέρασμα]] («[[μετὰ]] δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν [[δέκα]] χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b>1. το να τρέχει [[κάποιος]] [[πλησίον]] ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται [[κάποιος]] με [[προθυμία]] («[[παραδρομή]] κολάκων», [[Ποσειδών]])<br /><b>2.</b> [[ακολουθία]], [[συνοδεία]] («[[μετὰ]] πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διάβαση]], [[πέρασμα]] από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απρμφ. αόρ. του [[τρέχω]]), <b>πρβλ.</b> [[επιδρομή]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απροσεξία]], [[αβλεψία]] («[[λάθος]] εκ παραδρομής»)<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[παρέλευση]], [[πέρασμα]] («[[μετὰ]] δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν [[δέκα]] χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b>1. το να τρέχει [[κάποιος]] [[πλησίον]] ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται [[κάποιος]] με [[προθυμία]] («[[παραδρομή]] κολάκων», [[Ποσειδών]])<br /><b>2.</b> [[ακολουθία]], [[συνοδεία]] («[[μετὰ]] πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διάβαση]], [[πέρασμα]] από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απρμφ. αόρ. του [[τρέχω]]), <b>πρβλ.</b> [[επιδρομή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδρομή:''' ἡ ([[παραδραμεῖν]]), [[τρέξιμο]] κοντά ή παραπλεύρως, [[περιστροφή]], [[ανατροπή]], [[παρέλευση]], [[βιασύνη]], σε Πλούτ.· <i>ἐν παραδρομῇ</i>, με [[βιασύνη]], τρέχοντας, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδρομή Medium diacritics: παραδρομή Low diacritics: παραδρομή Capitals: ΠΑΡΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: paradromḗ Transliteration B: paradromē Transliteration C: paradromi Beta Code: paradromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running beside: hence concretely, π. κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς π. with a large train, LXX 2 Ma.3.28.    II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course à travers ou au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
απροσεξία, αβλεψίαλάθος εκ παραδρομής»)
μσν.
(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμαμετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμίαπαραδρομή κολάκων», Ποσειδών)
2. ακολουθία, συνοδείαμετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)
3. διάβαση, πέρασμα από κάπου
4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. του τρέχω), πρβλ. επιδρομή].

Greek Monotonic

παραδρομή: ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.