περιπληθής: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(32) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο υπέρμετρα [[γεμάτος]] από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς [[λίην]] τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]] από [[κάτι]] («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] πολύ [[πλατύς]], [[υπερμεγέθης]] («εἰς [[σάρκα]] περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]) <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>πληθής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο υπέρμετρα [[γεμάτος]] από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς [[λίην]] τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]] από [[κάτι]] («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] πολύ [[πλατύς]], [[υπερμεγέθης]] («εἰς [[σάρκα]] περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]) <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>πληθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολύ]] [[μεγάλος]], σε Πλούτ.· συγκρ. <i>-έστερος</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A very full of people, νῆσος Od.15.405 ; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5. 2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40. II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23 : c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.
English (Autenrieth)
ές: very full, populous, Od. 15.405†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].
Greek Monotonic
περιπληθής: -ές (πλῆθος),·
1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.