Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περκνός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περκνός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[σκούρος]], [[μαυριδερός]], σαν το [[χρώμα]] της [[ελιάς]] όταν αρχίζει να ωριμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[περκνός]]<br />α) [[είδος]] αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) το [[πτηνό]] [[πλάγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>περκ</i>-<i>νός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>perk</i>- «[[μελανόστικτος]], [[παρδαλός]]» με έρρινο [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ερεμνός]], <i>κελαι</i>-<i>νός</i>) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prśni</i>- «[[μελανόστικτος]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>forhana</i> «[[πέστροφα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, [[χωρίς]] έρρινο [[επίθημα]], ανάγονται τα προσηγορικά [[πέρκος]] «[[είδος]] ιερακόμορφου πτηνού» και [[πέρκη]] «[[είδος]] ψαριού, η [[πέρκα]]» (<b>πρβλ.</b> και <i>περκ</i>-<i>άζω</i>, <i>περκ</i>-[[αίνω]]), τα οποία προϋποθέτουν αμάρτυρο επίθ. <i>περκός</i> / [[περκάς]] (<b>πρβλ.</b> [[λεῦκος]] / [[λεύκη]] <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]] / [[λευκάς]]) και συνδέονται με μσν. ιρλδ. <i>erc</i> «[[μελανόστικτος]]», [[αλλά]] και «[[πέστροφα]]» και «[[αγελάδα]]» και «[[σαύρα]]», και με γαλατ. <i>erch</i> «[[μελανόστικτος]]». Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, [[τέλος]], ανάγονται οι τ. που παραδίδονται από τον Ησύχιο: «[[πράκνον]]<br /><i>μέλανα</i>», από όπου με ανώμαλο φωνηεντισμό -<i>ε</i>- ο τ. «[[πρεκνόν]]<br /><i>ποικιλόχροον ἔλαφον</i>» και με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- ο τ. [[πρόξ]], <i>προκός</i> «[[είδος]] ζαρκαδιού». Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ΙΕ [[ρίζα]] <i>perk</i>- αφ' ενός δεν [[είναι]] δηλωτική χρώματος [[αλλά]] της έννοιας του μελανόστικτου, του παρδαλού, του ποικιλόχρωμου, αφ' ετέρου ότι χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] διαφόρων ζώων, ψαριών και πτηνών που είχαν το χαρακτηριστικό του μελανόστικτου, του παρδαλού (<b>πρβλ.</b> [[πέρκος]], [[πέρκη]], [[πρόξ]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[περκνός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[σκούρος]], [[μαυριδερός]], σαν το [[χρώμα]] της [[ελιάς]] όταν αρχίζει να ωριμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[περκνός]]<br />α) [[είδος]] αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) το [[πτηνό]] [[πλάγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>περκ</i>-<i>νός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>perk</i>- «[[μελανόστικτος]], [[παρδαλός]]» με έρρινο [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ερεμνός]], <i>κελαι</i>-<i>νός</i>) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prśni</i>- «[[μελανόστικτος]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>forhana</i> «[[πέστροφα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, [[χωρίς]] έρρινο [[επίθημα]], ανάγονται τα προσηγορικά [[πέρκος]] «[[είδος]] ιερακόμορφου πτηνού» και [[πέρκη]] «[[είδος]] ψαριού, η [[πέρκα]]» (<b>πρβλ.</b> και <i>περκ</i>-<i>άζω</i>, <i>περκ</i>-[[αίνω]]), τα οποία προϋποθέτουν αμάρτυρο επίθ. <i>περκός</i> / [[περκάς]] (<b>πρβλ.</b> [[λεῦκος]] / [[λεύκη]] <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]] / [[λευκάς]]) και συνδέονται με μσν. ιρλδ. <i>erc</i> «[[μελανόστικτος]]», [[αλλά]] και «[[πέστροφα]]» και «[[αγελάδα]]» και «[[σαύρα]]», και με γαλατ. <i>erch</i> «[[μελανόστικτος]]». Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, [[τέλος]], ανάγονται οι τ. που παραδίδονται από τον Ησύχιο: «[[πράκνον]]<br /><i>μέλανα</i>», από όπου με ανώμαλο φωνηεντισμό -<i>ε</i>- ο τ. «[[πρεκνόν]]<br /><i>ποικιλόχροον ἔλαφον</i>» και με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- ο τ. [[πρόξ]], <i>προκός</i> «[[είδος]] ζαρκαδιού». Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ΙΕ [[ρίζα]] <i>perk</i>- αφ' ενός δεν [[είναι]] δηλωτική χρώματος [[αλλά]] της έννοιας του μελανόστικτου, του παρδαλού, του ποικιλόχρωμου, αφ' ετέρου ότι χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] διαφόρων ζώων, ψαριών και πτηνών που είχαν το χαρακτηριστικό του μελανόστικτου, του παρδαλού (<b>πρβλ.</b> [[πέρκος]], [[πέρκη]], [[πρόξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περκνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[σκοτεινόχρωμος]], λέγεται για τα σταφύλια και τις ελιές που αρχίζουν να ωριμάζουν, σε Ανθ.· πρβλ. [[ἐπί]]-περκνος.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., όνομα αετού, <i>μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περκνός Medium diacritics: περκνός Low diacritics: περκνός Capitals: ΠΕΡΚΝΟΣ
Transliteration A: perknós Transliteration B: perknos Transliteration C: perknos Beta Code: perkno/s

English (LSJ)

ή, ον,

   A dusky, dark in colour, of grapes when beginning to ripen, or of olives, Poll.1.61, 5.67 ; περκνὴν (prob. for πέρκην ( . . ἐλάην AP6.102 (Phil.) ; also π. ἔχις Arist.Mir.846b18, Nic.Th.129 ; π. ἰχθύες Marc.Sid.7 ; livid, Hp.VC19.    II Subst., name of a kind of eagle, αἰετὸν... μόρφνον θηρητῆρ', ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Il.24.316 (Aristarch. πέρκνον), cf. Arist.Mir.835a2, Lyc.260 ; = πλάγγος acc. to Arist.HA618b23. (Cf. πρακνόν, Skt. pŕṛśnis 'spotted', OIr. erc, Welsh erch 'speckled', 'dusky'.)

German (Pape)

[Seite 602] (vgl. πέρκος), schwarzblau, dunkelfarbig, von der Farbe des Adlers, αἰετόν, ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν, Il. 24, 316; vgl. Arist. H. A. 9, 32; Sp. auch von der dunklen, bläulichschwarzen Farbe der reisenden Weintrauben u. der Oliven, Nic. Ther. 129 u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

περκνός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χρῶμα μελανίζον, κυρίως ἐπὶ σταφυλῶν μόλις ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσιν (ἴδε περκάζω), ἢ ἐπὶ ἐλαιῶν, Πολυδ. Α΄, 61., Ε΄, 67· οὕτω, περκὴν (οὕτως)... ἐλαίην Ἀνθ. Π. 6. 102· ― πελιδνήν, μαύρην, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, κτλ.· πρβλ. ἐπίπερκνος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἀετοῦ, αἰετόν... μόρφνον θηρητῆρ’, ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Ἰλ. Ω. 316 (Ἀρίσταρχ. ἔγραφε πέρκνον), πρβλ., Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 60, Λυκόφρ. 260 (ἔνθα καλεῖται πλαγγός), Πλίν. 10. 3· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ περκνόπτερος, Cypaëtus barbatus (Sundev.) ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3. 2) ἐπὶ ἱέρακος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ πέρκος, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμασ. 60. 3) ἐπὶ ὄφεως Νικ. Θηρ. 129· π. ἔχις Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 165.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
noirâtre, bleuâtre ; subst.περκνός :
1 sorte d’aigle, oiseau;
2 sorte de faucon;
3 sorte de serpent.
Étymologie: DELG vieux suffixe ne désignant pas une couleur précise, mais indiquant ce qui est tacheté ; cf. skr. prśni « tacheté », vha forhana, all. Forelle « truite », m.irl. erc « saumon, truite (litt. tacheté) », etc.

English (Autenrieth)

dappled, as specific name of a kind of eagle, Il. 24.316†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περκνός, -ή, -όν, ΝΑ
1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα της ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο περκνός
α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.)
β) το πτηνό πλάγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ-νός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» με έρρινο επίθημα -νός (πρβλ. ερεμνός, κελαι-νός) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. prśni- «μελανόστικτος» και αρχ. άνω γερμ. forhana «πέστροφα». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας, χωρίς έρρινο επίθημα, ανάγονται τα προσηγορικά πέρκος «είδος ιερακόμορφου πτηνού» και πέρκη «είδος ψαριού, η πέρκα» (πρβλ. και περκ-άζω, περκ-αίνω), τα οποία προϋποθέτουν αμάρτυρο επίθ. περκός / περκάς (πρβλ. λεῦκος / λεύκη < λευκός / λευκάς) και συνδέονται με μσν. ιρλδ. erc «μελανόστικτος», αλλά και «πέστροφα» και «αγελάδα» και «σαύρα», και με γαλατ. erch «μελανόστικτος». Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, τέλος, ανάγονται οι τ. που παραδίδονται από τον Ησύχιο: «πράκνον
μέλανα», από όπου με ανώμαλο φωνηεντισμό -ε- ο τ. «πρεκνόν
ποικιλόχροον ἔλαφον» και με φωνηεντισμό -ο- ο τ. πρόξ, προκός «είδος ζαρκαδιού». Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ΙΕ ρίζα perk- αφ' ενός δεν είναι δηλωτική χρώματος αλλά της έννοιας του μελανόστικτου, του παρδαλού, του ποικιλόχρωμου, αφ' ετέρου ότι χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία διαφόρων ζώων, ψαριών και πτηνών που είχαν το χαρακτηριστικό του μελανόστικτου, του παρδαλού (πρβλ. πέρκος, πέρκη, πρόξ)].

Greek Monotonic

περκνός: -ή, -όν,
I. σκοτεινόχρωμος, λέγεται για τα σταφύλια και τις ελιές που αρχίζουν να ωριμάζουν, σε Ανθ.· πρβλ. ἐπί-περκνος.
II. ως ουσ., όνομα αετού, μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι, σε Ομήρ. Ιλ.