πλαστός: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(32) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, [[ιδίως]] από πηλό ή [[κερί]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάστηκε ως [[απομίμηση]] του γνησίου, [[ψευδής]], [[ψεύτικος]], [[κίβδηλος]] (α. «πλαστό [[έγγραφο]]» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επινοήθηκε από τη [[φαντασία]], [[ανύπαρκτος]], [[φανταστικός]] (α. «[[πλαστή]] [[ιστορία]]» β. «πλαστὸν [[ἐπιχείρημα]]», Ερμογ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πλασματικός]], [[τεχνητός]], φτιαχτός, φτιαγμένος<br /><b>2.</b> [[επίπλαστος]], [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει [[κανείς]] με [[ευκολία]], [[εύπλαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνή [[μάζα]]<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πλησιάσει εύκολα, ο [[ευπρόσιτος]]<br /><b>4.</b> (για [[τέκνο]]) [[νόθος]] («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς [[εἴην]] πατρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαστώς</i> / <i>πλαστῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πλαστά</i> Ν<br /><b>1.</b> με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' [[ὄντως]] φιλόσοφοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[πλαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, [[ιδίως]] από πηλό ή [[κερί]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάστηκε ως [[απομίμηση]] του γνησίου, [[ψευδής]], [[ψεύτικος]], [[κίβδηλος]] (α. «πλαστό [[έγγραφο]]» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επινοήθηκε από τη [[φαντασία]], [[ανύπαρκτος]], [[φανταστικός]] (α. «[[πλαστή]] [[ιστορία]]» β. «πλαστὸν [[ἐπιχείρημα]]», Ερμογ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πλασματικός]], [[τεχνητός]], φτιαχτός, φτιαγμένος<br /><b>2.</b> [[επίπλαστος]], [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει [[κανείς]] με [[ευκολία]], [[εύπλαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνή [[μάζα]]<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πλησιάσει εύκολα, ο [[ευπρόσιτος]]<br /><b>4.</b> (για [[τέκνο]]) [[νόθος]] («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς [[εἴην]] πατρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαστώς</i> / <i>πλαστῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πλαστά</i> Ν<br /><b>1.</b> με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' [[ὄντως]] φιλόσοφοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλαστός:''' -ή, -όν ([[πλάσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> πλασμένος, σχηματισμένος από πηλό ή [[κερί]], σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κατασκευασμένος, κίβδλος, παραποιημένος, [[ψευδής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[πλαστός]], [[νόθος]] [[γιος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A formed, moulded, esp. in clay or wax, γυνή Hes. Th.513; τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph.219a ; π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2. 2 that can easily be moulded, plastic, Arist.Mete.386a27 ; in a thick paste, Thphr.HP9.4.10. II metaph., fabricated, forged, counterfeit, ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba.218 ; π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38 ; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. -τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph.216c ; opp. ἀληθῶς, Id.Lg.642d ; opp. φύσει, ib.777d ; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S. III v. πλατός.
German (Pape)
[Seite 625] gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar (πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Ggstz von ἀληθῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πλαστός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, μάλιστα ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν ἄγαλμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, ὑποβολιμαῖος υἱός, νόθος, Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. ἐπιχείρημα, πραγματεία ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄντως, Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, αὐτόθι 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. πλατός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 façonné, modelé (en argile, en cire, etc.);
2 fig. feint, imaginé, controuvé.
Étymologie: adj. verb. de πλάσσω.
English (Strong)
from πλάσσω; moulded, i.e. (by implication) artificial or (figuratively) fictitious (false): feigned.
English (Thayer)
πλαστη, πλαστον (πλάσσω);
1. properly, moulded, formed, as from clay, wax, stone (Hesiod, Plato, Aristotle, Plutarch, others).
2. tropically, feigned: Herodotus 1,68), Euripides, Xenophon, Lucian, others).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλάσσω
1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί
2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση του γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», Ξεν.)
3. αυτός που επινοήθηκε από τη φαντασία, ανύπαρκτος, φανταστικός (α. «πλαστή ιστορία» β. «πλαστὸν ἐπιχείρημα», Ερμογ.)
νεοελλ.
1. πλασματικός, τεχνητός, φτιαχτός, φτιαγμένος
2. επίπλαστος, προσποιητός, επιτηδευμένος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει κανείς με ευκολία, εύπλαστος
2. αυτός που έχει πυκνή μάζα
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος
4. (για τέκνο) νόθος («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί», Σοφ.)
επίρρ...
πλαστώς / πλαστῶς ΝΜΑ, και πλαστά Ν
1. με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' ὄντως φιλόσοφοι», Πλάτ.)
2. με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
πλαστός: -ή, -όν (πλάσσω),
I. πλασμένος, σχηματισμένος από πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ., κατασκευασμένος, κίβδλος, παραποιημένος, ψευδής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πλαστός, νόθος γιος, σε Σοφ.