προτεραῖος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / προτεραῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], στην [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ [[ἡμέρα]] τῆς μάχης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως oυσ.) <i>ἡ προτεραία</i><br />η προηγούμενη [[μέρα]], η [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με μια [[κατάσταση]]) ο προηγούμενος ή [[περασμένος]] («ἡ τῶν γονέων προτεραία [[ὄψις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρότερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑστερ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / προτεραῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], στην [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ [[ἡμέρα]] τῆς μάχης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως oυσ.) <i>ἡ προτεραία</i><br />η προηγούμενη [[μέρα]], η [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με μια [[κατάσταση]]) ο προηγούμενος ή [[περασμένος]] («ἡ τῶν γονέων προτεραία [[ὄψις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρότερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑστερ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτεραῖος:''' -α, -ον ([[πρότερος]]), αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη [[μέρα]], <i>τῇπροτεραίᾳ ἡμέρᾳ</i>, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης</i>, σε Θουκ.· συχνότερα μόνο του, <i>τῇ προτεραίᾳ</i> (εξυπακ. <i>ἡμέρᾳ</i>), Λατ. [[pridie]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτεραῖος Medium diacritics: προτεραῖος Low diacritics: προτεραίος Capitals: ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: proteraîos Transliteration B: proteraios Transliteration C: proteraios Beta Code: proterai=os

English (LSJ)

α, ον, (πρότερος)

   A previous to, qualifying ἡμέρα, c. gen., τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς μάχης on the day before the battle, Th.5.75: more freq. alone, τῇ π. (sc. ἡμέρᾳ) Hdt.1.84, 126, etc. (in full, τῇ π. ἡμέρᾳ (s. v.l.) Pl.Phd.59d): c. gen., τῇ π. τῆς . . καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι the day before the audience, Hdt.9.9; τῇ π. τῆς θυσίας And. 4.29, cf. Pl.Phd.58a; τῇ π. ᾗ ἀνήγετο Lys.19.22; τῇ π. ὅτε ταῦτ' ἔλεγεν D.21.119; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς π. Pl.Smp.176d.    II former, ἡ τῶν γονέων π. ὄψις the former condition... PMasp.2 iii 6 (vi A.D.).    III προτεραίτερος, Com. Comp. of πρότερος, 'soonerer', Ar.Eq.1165.

German (Pape)

[Seite 791] am Tage vorher; ἡ προτεραία, sc. ἡμέρα, der Tag vorher; τῇ προτεραίᾳ, Her. 7, 212; τῆς καταστάσιος, 9, 9; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας, Plat. Conv. 176 d; seltener τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, Phaed. 59 d; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ' ἔλεγε, am Tage vor dem, an welchem er dies sagte, Dem. 21, 119; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προτεραῖος: -α, -ον, (πρότερος) σχηματισθὲν κατὰ τὸ δευτεραῖος, τριταῖος, κτλ., τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, τὴν προηγηθεῖσαν ἡμέραν, Πλάτ. Φαίδων 59D· μετὰ γεν., τῇ προτ. ἡμέρᾳ τῆς μάχης Θουκ. 5. 75· - συνηθέστερον μόνον, τῇ προτεραία (ἐξυπακουομ. τοῦ ἡμέρᾳ), Λατ. pridie, Ἡρόδ. 1. 84, 126, Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν., τῇ πρ. τῆς… καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι, κατὰ τὴν προτεραίαν τῆς ἀκροάσεως, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58Α· τῇ πρ. ἢ ᾗ ἀνήγετο Λυσί. 153 ἐν τέλ.· τῇ προτ. ὅτε ταύτ’ ἔλεγε Δημ. 553. 10· ἐκ τῆς πρ. Πλάτ. Συμπ. 176D. - Συγκρ. προτεραίτερος, α, ον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1165. - Πρβλ. ὑστεραῖος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la veille.
Étymologie: προτέρα (ἡμέρα) de πρότερος.

Greek Monolingual

-α, -ο / προτεραῑος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία
η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)
αρχ.
(σχετικά με μια κατάσταση) ο προηγούμενος ή περασμένος («ἡ τῶν γονέων προτεραία ὄψις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. -αιος (πρβλ. ὑστερ-αῖος)].

Greek Monotonic

προτεραῖος: -α, -ον (πρότερος), αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη μέρα, τῇπροτεραίᾳ ἡμέρᾳ, σε Πλάτ.· με γεν., τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης, σε Θουκ.· συχνότερα μόνο του, τῇ προτεραίᾳ (εξυπακ. ἡμέρᾳ), Λατ. pridie, σε Ηρόδ. κ.λπ.