συμφύω: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(39) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και [[συμφύνω]] Α [[φύω</i> / -<i>ομαι]]<br /><b>μέσ.</b> <i>συμφύομαι</i><br />α) [[φύομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με [[κάτι]]<br />β) [[φύομαι]] ενωμένος με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) α) [[είμαι]] συναρθρωμένος με [[σύμφυση]], [[είμαι]] συνοστεωμένος<br />β) προσφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνενώνω]] [[κατά]] [[φυσικό]] τρόπο («ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πληγή]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με τους οφθαλμούς) [[κλείνω]] («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) συναυξάνομαι<br />β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι<br />γ) <b>συνεκδ.</b> [[σκαρφαλώνω]] έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῑς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> i) (για πολιτικό [[σύστημα]]) σταθεροποιούμαι<br />ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για οστά) συγκολλώμαι [[στερεά]]. | |mltxt=ΝΑ, και [[συμφύνω]] Α [[φύω</i> / -<i>ομαι]]<br /><b>μέσ.</b> <i>συμφύομαι</i><br />α) [[φύομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με [[κάτι]]<br />β) [[φύομαι]] ενωμένος με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) α) [[είμαι]] συναρθρωμένος με [[σύμφυση]], [[είμαι]] συνοστεωμένος<br />β) προσφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνενώνω]] [[κατά]] [[φυσικό]] τρόπο («ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πληγή]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με τους οφθαλμούς) [[κλείνω]] («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) συναυξάνομαι<br />β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι<br />γ) <b>συνεκδ.</b> [[σκαρφαλώνω]] έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῑς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> i) (για πολιτικό [[σύστημα]]) σταθεροποιούμαι<br />ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για οστά) συγκολλώμαι [[στερεά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφύω:''' μέλ. <i>-φύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να αναπτυχθεί από κοινού, μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. με Ενεργ. παρακ. <i>συμπέφῡα</i>, αόρ. βʹ <i>συνέφῡν</i>· αναπτύσσομαι μαζί, στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> προσκολλώμαι, συνάπτομαι, <i>συμφύονται ἀλλήλοις</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σύμφυτος]] με, [[εγγενής]] σε κάποιον, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
later συμφῠτ-φύνω CR33.5 (near Antioch):—
A make to grow together, unite a wound, D.S.32.11 (cj.), Dsc.1.128; σ. τὰ ὁμογενῆ Arist.Mete.378b15; σ. τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας imagine them unite into one, Id.PA659b24; σ. τινὰς εἰς φιλότητα unite them, Pl.Ep.323b: but συμφῦσαι in Id.Smp.192e is f.l. for συμφυσῆσαι. II Pass., with pf. Act. συμπέφῡκα, aor. 2 συνέφῡν (3sg. opt. συμφύη Sor.2.89); also συνεφύην Arist.Pol.1262b13, Thphr.CP5.5.3, Sor.1.36, etc.: fut. συμφυήσομαι Gp.4.12.9:—grow together, Emp.26.7,95 (tm.), Pl.Smp.191a, Ti.76e, X.Cyr.4.3.18, etc.; [ψυχὴ καὶ σῶμα] Pl.Phdr. 246d; of a political constitution, Plb.4.32.9. 2 grow together, unite, as a wound, Hp.Aph.6.24, al.; of bones, Id.Art.14, Sor.2.57; of the mouth of the womb and other passages, Arist.GA773a16, cf. 747a12; τὰ Χείλη καὶ τὰ βλέφαρα καὶ τῶν δακτύλων τὰ μεταξὺ πολλάκις ἑλκωθέντα συνέφυ, κατὰ φύσιν δὲ ἔχοντα . . οὐ συμφύεται διὰ λειότητα Diocl.Fr.26; διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι; Alex.Aphr.Pr.1.70. 3 unite with, οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχόν Arist.Sens.438b1; συμπεφυκυῖαι ἰδέαι εἰς ἕν, e.g. Chimaera, etc., Pl.R.588c; εἰς ταὐτὸν συμφύεσθαι ib.503b; σ. πρός τι Plu.2.924e. 4 become assimilated, become natural, Arist.EN1147a22.
German (Pape)
[Seite 993] (s. φύω), zusammenwachsenlassen, in einen Körper bringen, ἐθέλω ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e: in einen Körper verbinden, φαίνεται ἐν πᾶσιν ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ, Arist. Meteor. 4, 1. – Med. u. intr. tempp. des act. zusammenwachsen, von Natur zusammenhangen, ὥςτε πῃ ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. Rep. IX, 588 d, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι Conv. 191 a, u. Folgde; fest werden, εἴη συμφῦναι τὴν ὑπάρχουσαν κατάστασιν τοῖς Πελοποννησίοις Pol. 4, 32, 9, u. a. Sp.; auch von einer Wunde, zuheilen, Arist. probl. 1, 33.
Greek (Liddell-Scott)
συμφύω: μέλλ. -φύσω, κάμνω νὰ αὐξηθῇ τι ὁμοῦ, συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας, φύω αὐτοὺς ὁμοῦ, «βγάζω» ὁμοῦ, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, συνάπτω, Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. συμπέφῡκα, ἀόρ. β΄ συνέφῡν· ὡσαύτως συνεφύην Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 3, Πλούτ., κλπ.: μέλλ. συμφυήσομαι Γεωπ.· ― αὐξάνομαι, φύομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Συμπ. 191Α, Τίμ. 76Ε, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ ὀστῶν συνάπτομαι, συνδέομαι στενῶς, οὐσιωδῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791 σ. ψυχὴ καὶ σῶμα Πλάτ. Φαῖδρ. 264D· ἐπὶ πολιτικοῦ συστήματος ἢ πολιτεύματος, Πολύβ. 4. 32, 9. 2) αὐξάνομαι ὁμοῦ, συγκλείομαι, οἷον ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. Ἀφ. 1257 ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας καὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 4, πρβλ. 2. 7. 3) φύεται ὁμοῦ, οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχὸν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2· σ. ἀλλήλοις, φύομαι εἰς ἓν μετ’ ἄλλου, Πλάτ. Πολιτ. 588C· οὕτω, σ. εἰς ἕν, εἰς ταὐτὸ αὐτόθι 503Β· σ. πρός τι Πλούτ. 2. 924Ε· σ. τοῖς χωρίοις, εἶμαι προσκεκολλημένος εἰς τὸν τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 27. 4) εἶμαι σύμφυτος, συμφυής, μετά τινος, [τὰ ἔντομα] πολλοῖς ζῴοις σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2· αὐξάνομαι μετά τινος, καθίσταμαι φυσικὸς καὶ ἀχώριστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7, 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ao. συνέφυσα;
1 tr. faire croître ensemble ; unir;
2 intr. (à l’ao.2 συνέφυν, au pf. συμπέφυκα, au pqp. συνεπεφύκειν et au Moy.) croître avec ou ensemble ; se réunir, s’unir, se fondre avec, τινι.
Étymologie: σύν, φύω.
English (Strong)
from σύν and φύω; passive, to grow jointly: spring up with.
English (Thayer)
(T WH συνφύω cf. σύν, II. at the end): 2nd aorist passive participle nominative plural feminine συμφυεῖσθαι;
1. transitive, to cause to grow together (Plato, Aristotle).
2. passive intransitive, to grow together, grow with: Luke 8:7.*)
Greek Monolingual
ΝΑ, και συμφύνω Α [[φύω / -ομαι]]
μέσ. συμφύομαι
α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι
β) φύομαι ενωμένος με κάτι
νεοελλ.
(το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος
β) προσφύομαι
αρχ.
1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με πληγή) επουλώνω
3. (σχετικά με τους οφθαλμούς) κλείνω («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», Αλέξ. Αφρ.)
4. μέσ. α) συναυξάνομαι
β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι
γ) συνεκδ. σκαρφαλώνω έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῑς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», Πλάτ.)
δ) μτφ. i) (για πολιτικό σύστημα) σταθεροποιούμαι
ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά
5. παθ. (για οστά) συγκολλώμαι στερεά.
Greek Monolingual
ΝΑ, και συμφύνω Α [[φύω / -ομαι]]
μέσ. συμφύομαι
α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι
β) φύομαι ενωμένος με κάτι
νεοελλ.
(το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος
β) προσφύομαι
αρχ.
1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με πληγή) επουλώνω
3. (σχετικά με τους οφθαλμούς) κλείνω («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», Αλέξ. Αφρ.)
4. μέσ. α) συναυξάνομαι
β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι
γ) συνεκδ. σκαρφαλώνω έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῑς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», Πλάτ.)
δ) μτφ. i) (για πολιτικό σύστημα) σταθεροποιούμαι
ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά
5. παθ. (για οστά) συγκολλώμαι στερεά.
Greek Monotonic
συμφύω: μέλ. -φύσω,
I. κάνω κάτι να αναπτυχθεί από κοινού, μαζί, σε Πλάτ.
II. 1. Παθ. με Ενεργ. παρακ. συμπέφῡα, αόρ. βʹ συνέφῡν· αναπτύσσομαι μαζί, στον ίδ., σε Ξεν.
2. προσκολλώμαι, συνάπτομαι, συμφύονται ἀλλήλοις, σε Πλάτ.
3. είμαι σύμφυτος με, εγγενής σε κάποιον, σε Αριστ.