Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τόρμος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[κοίλωμα]] στο [[άκρο]] ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου [[μέσα]] στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει [[άλλο]] [[τεμάχιο]] [[έτσι]] ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[προεξοχή]] μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη [[υποδοχή]] ή [[εγκοπή]] άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η [[σύνδεση]] τών δύο ή να επιβραδύνεται η [[κίνηση]] του ενός από αυτά, κν. [[δόντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκωμα]]<br /><b>2.</b> [[σφήνα]]<br /><b>3.</b> [[καρφί]], [[γόμφος]] που προεξέχει<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ [[ἄξων]] ἐνήρμοσται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[ποικιλία]] σημ. (<b>βλ.</b> και λ. [[τόρμη]]). Η σημ. «οπή, [[κοιλότητα]]» θα επέτρεπε τη [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η [[σύνδεση]] με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «[[έντερο]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>parmr</i>, γερμ. <i>Darm</i>)) ή, [[τέλος]], με το χεττ. <i>tarma</i>- «[[καρφί]], [[αστράγαλος]]»].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[κοίλωμα]] στο [[άκρο]] ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου [[μέσα]] στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει [[άλλο]] [[τεμάχιο]] [[έτσι]] ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[προεξοχή]] μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη [[υποδοχή]] ή [[εγκοπή]] άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η [[σύνδεση]] τών δύο ή να επιβραδύνεται η [[κίνηση]] του ενός από αυτά, κν. [[δόντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκωμα]]<br /><b>2.</b> [[σφήνα]]<br /><b>3.</b> [[καρφί]], [[γόμφος]] που προεξέχει<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ [[ἄξων]] ἐνήρμοσται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[ποικιλία]] σημ. (<b>βλ.</b> και λ. [[τόρμη]]). Η σημ. «οπή, [[κοιλότητα]]» θα επέτρεπε τη [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η [[σύνδεση]] με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «[[έντερο]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>parmr</i>, γερμ. <i>Darm</i>)) ή, [[τέλος]], με το χεττ. <i>tarma</i>- «[[καρφί]], [[αστράγαλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τόρμος:''' ὁ, οποιαδήποτε οπή ή [[κοιλότητα]], στην οποία μπήγεται [[καρφί]] ή [[πάσσαλος]], σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρμος Medium diacritics: τόρμος Low diacritics: τόρμος Capitals: ΤΟΡΜΟΣ
Transliteration A: tórmos Transliteration B: tormos Transliteration C: tormos Beta Code: to/rmos

English (LSJ)

ὁ,

   A hole or socket, in which a pin or peg is stuck, Hdt.4.72, D.S. 2.8; mortise, Inscr.Délos 504 A7 (iii B. C.), IG22.1672.175; nave of a wheel, like πλήμνη, Hsch., Phot.    II tenon, Ph.Bel. 55.11, 64.15, Hero Bel.95.5, Apollod.Poliorc.178.2.    2 projecting peg or pivot, Hero Bel.88.4.—Dim. τορμίον, τό, small projecting peg, Ph.Bel.75.42.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, 1) ein jedes Loch, worin ein Zapfen gesteckt wird, Her. 4, 72; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 8; bes. die Büchse im Rade, πλήμνη; auch die Thürangeln, VLL. – 2) = τέρμα, das Ziel, in der Rennbahn die Stelle, wo die Pferde umbiegen, καμπή, die Kehre, ἱππικοὶ τόρμοι Lycophr. 487.

Greek (Liddell-Scott)

τόρμος: ὁ, ὀπή, ἢ κοιλότης εἰς ἣν προσαρμόζεται γόμφοςπάσσαλος, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 2. 8· «τόρμος, ἡ πλήμ(ν)η εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται» Φώτ., Ἡσύχ.· τὸ τρῆμα ἐν ᾧ στρέφονται οἱ στροφεῖς θύρας, Βιτρούβ.· - ὑποκορ. τόρμιον, τό, Φίλων ἐν τοῖς Ἀρχ. Μαθ. σ. 75.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
trou pour un pivot (écrou, moyeu, etc.).
Étymologie: DELG terme techn. pê apparenté à τείρω, τετραίνω, τορέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα
νεοελλ.
μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη υποδοχή ή εγκοπή άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η σύνδεση τών δύο ή να επιβραδύνεται η κίνηση του ενός από αυτά, κν. δόντι
αρχ.
1. αυλάκωμα
2. σφήνα
3. καρφί, γόμφος που προεξέχει
4. (κατά τον Φώτ.) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει ποικιλία σημ. (βλ. και λ. τόρμη). Η σημ. «οπή, κοιλότητα» θα επέτρεπε τη σύνδεση της λ. με το ρ. τείρω «διατρυπώ». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η σύνδεση με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «έντερο» (πρβλ. αρχ. νορβ. parmr, γερμ. Darm)) ή, τέλος, με το χεττ. tarma- «καρφί, αστράγαλος»].

Greek Monotonic

τόρμος: ὁ, οποιαδήποτε οπή ή κοιλότητα, στην οποία μπήγεται καρφί ή πάσσαλος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).