τρυγών: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(42) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τρυγόνα]]. | |mltxt=-όνος, η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τρυγόνα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῡγών:''' -όνος, ἡ, [[τρυγόνι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όνος, ἡ, (τρύζω)
A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν. II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος. III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.
Spanish
English (Strong)
from truzo (to murmur; akin to τρίζω, but denoting a duller sound); a turtle-dove (as cooing): turtle-dove.
English (Thayer)
τρυγόνος, ἡ (from τρύζω to murmur, sigh, coo, of doves; cf. γογγύζω), a turtle-dove: Aristophanes, Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.)
Greek Monolingual
-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. τρυγόνα.
Greek Monotonic
τρῡγών: -όνος, ἡ, τρυγόνι, σε Αριστοφ.