θύλακος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύλᾰκος:''' [ῡ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τσάντα]], [[ταγάρι]], [[πορτοφόλι]], πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>δερῶ σε θύλακον</i>, θα φτιάξω πουγκί από το [[δέρμα]] [[σου]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''θύλᾰκος:''' [ῡ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τσάντα]], [[ταγάρι]], [[πορτοφόλι]], πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>δερῶ σε θύλακον</i>, θα φτιάξω πουγκί από το [[δέρμα]] [[σου]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θύλᾰκος:''' (ῡ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> мех, мешок (преимущ. из цельной шкуры): ἄλφιτα οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Arph. в мешке нет муки, т. е. мешок пуст; δερῶ σε θύλακον! Arph. я шкуру с тебя спущу!; θ. τις λόγων шутл. Plat. словесный мешок, т. е. неистощимый болтун; τῇ χειρί, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ погов. [[Corinna]] ap. Plut. горстями, а не целым мешком, т. е. не сразу, а понемногу;<br /><b class="num">2)</b> pl. мешкообразные брюки (восточных народов), шальвары (οἱ θύλακοι οἱ ποικίλοι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ὁ,
A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ἄλφιτ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ar.Pl.763; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht.161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a. 2 sack in which the eggs of the tunny are enveloped, Arist. HA571a14, cf. 552b19. II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc.182, Ar.V.1087. III ball used for physical exercise, Antyll. ap. Orib.6.32.12.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, Sack, Beutel, bes. Brotsack; ἀλφίτων Her. 3, 46; Ar. Plut. 763; Ath. XI, 499 c; übertr., λόγων Plat. Theaet. 161 a. Von der Aehnlichkeit, die weiten Hosen der Barbaren, Ar. Vesp. 1087, Schol. εἴδη βρακίων παρὰ Πέρσαις; vgl. Eur. Cycl. 181. [Bei Greg. Naz. (VIII,166) mit kurzem υ.]
Greek (Liddell-Scott)
θύλᾰκος: ῡ, ὁ, σάκκος, «σακκοῦλι», ἰδίως πήρα ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, σάκκος πλήρης λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ θύλακος ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι ἀναξυρίδες τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. σφαῖρα, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sac formé par la peau d’une bête vidée;
2 p. ext. sac à farine;
3 p. anal. longue robe des Perses.
Étymologie: cf. lat. follis ; sur θυλ = lat. fol-, cf. θύρα = lat. fores, θυμός = lat. fumus, etc.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ θύλακος)
μικρός σάκος, σακίδιο, μάρσιπος, ταγάρι
νεοελλ.
1. βοτ. καρπός με ξηρό διαρρηκτό περικάρπιο που περιέχει συνήθως πολλά σπέρματα
2. ανατ. θήκη, περίβλημα ή κοιλότητα σε σχήμα σάκου («θύλακος τριχών» — ο θύλακος που περιβάλλει τη ρίζα τών τριχών)
3. βιολ. φρ. «θύλακος του Φαμπριτσιόνε» — θυλακοειδής σάκος του τοιχώματος του τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνά
μσν.-αρχ.
το κοίλο της σφαίρας
αρχ.
1. ο σάκος όπου είναι κλεισμένα τα αβγά του τόνου
2. στον πληθ. οἱ θύλακοι
οι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, είδος βράκας
3. μτφ. για πρόσ. «θύλακος τις λόγων» — ένα σακούλι με λόγια, Πλάτ.
4. φρ. «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το τομάρι, θα κάνω σακί από το δέρμα σου, Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το θύω (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -ακος που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θυλάκιο
αρχ.
θυλακίζω, θυλακίς, θυλακίσκιον, θυλακίσκος, θυλακίτης, θυλακόεις, θυλακούμαι, θυλακώδης, θυλλίς
μσν.
θυλάκη
νεοελλ.
θύλακος, θυλακίτιδα, θυλακώνω.
ΣΥΝΘ. θυλακοειδής
αρχ.
θυλακοτρώξ, θυλακοφόρος
νεοελλ.
θυλακολεονίδες, θυλακολέων, θυλακόσμιλος].
Greek Monotonic
θύλᾰκος: [ῡ], ὁ,
I. τσάντα, ταγάρι, πορτοφόλι, πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· δερῶ σε θύλακον, θα φτιάξω πουγκί από το δέρμα σου, στον ίδ.
II. στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θύλᾰκος: (ῡ) ὁ
1) мех, мешок (преимущ. из цельной шкуры): ἄλφιτα οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Arph. в мешке нет муки, т. е. мешок пуст; δερῶ σε θύλακον! Arph. я шкуру с тебя спущу!; θ. τις λόγων шутл. Plat. словесный мешок, т. е. неистощимый болтун; τῇ χειρί, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ погов. Corinna ap. Plut. горстями, а не целым мешком, т. е. не сразу, а понемногу;
2) pl. мешкообразные брюки (восточных народов), шальвары (οἱ θύλακοι οἱ ποικίλοι Eur.).