ἐπεγγελάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεγγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ [[έναντι]] κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπεγγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ [[έναντι]] κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεγγελάω:''' насмехаться, издеваться (τινι Soph., Xen., Plut. и [[κατά]] τινος Soph.; ἐχθροῦ [[πρόσωπον]] ἐπεγγελῶντος Aeschin.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεγγελάω Medium diacritics: ἐπεγγελάω Low diacritics: επεγγελάω Capitals: ΕΠΕΓΓΕΛΑΩ
Transliteration A: epengeláō Transliteration B: epengelaō Transliteration C: epeggelao Beta Code: e)peggela/w

English (LSJ)

fut. -άσομαι, Ep. iterative

   A ἐπεγγελάασκε Q.S.14.397: —laugh at, exult over, τινί S.Aj.989, X.An.2.4.27; κατά τινος S.Aj. 969; ταῖς συμφοραῖς τινῶν J.AJ11.6.10: abs., S.Aj.454, Aeschin.2.182, Phld.Mort.20; ἐπεγγελόωσα Opp.H.2.303: c. acc. cogn., ὑβριστήν τινα γέλωτα Aristaenet.2.6.

German (Pape)

[Seite 908] (s. γελάω), verlachen, verspotten; τινί, Soph. Ai. 989; Xen. An. 2, 4, 27; absol., Aesch. 2, 182 u. Sp., wie Plut. C. Graech. 12; κατά τινος, Soph. Ai. 969; τινός, Poll. 8, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγγελάω: μέλλ. -άσομαι, γελῶ ἐπί τινι, περιγελῶ, ἐπισκώπτω, Λατ. irridere, φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Σοφ. Αἴ. 989, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 27· τί δῆτα τοῦδ’ ἐπεγγελῷεν ἂν κάτα; Σοφ. Αἴ. 969 (ἔνθα ὁ Ἐλμσλ. τοῦδ’ ἂν ἐγγελῷεν ἄν κάτα ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἐγγελάω)· ἀπολ., αὐτόθι 454, Αἰσχίν. 52. 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rire de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐγγελάω.

Greek Monotonic

ἐπεγγελάω: μέλ. -άσομαι, περιγελώ, κοροϊδεύω, χαίρομαι, θριαμβολογώ έναντι κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγγελάω: насмехаться, издеваться (τινι Soph., Xen., Plut. и κατά τινος Soph.; ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος Aeschin.).