πάθη: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάθη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> παθητική [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] [[ἐκεῖ]] πάθας, αυτό που έγινε [[εκεί]], σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] [[πάθη]], όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[πάθημα]], σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ [[πάθη]] [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, [[τυφλότητα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''πάθη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> παθητική [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] [[ἐκεῖ]] πάθας, αυτό που έγινε [[εκεί]], σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] [[πάθη]], όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[πάθημα]], σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ [[πάθη]] [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, [[τυφλότητα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάθη:''' <b class="num">I</b> pl. к [[πάθος]].<br /><b class="num">II</b> дор. [[πάθα|πάθᾱ]] (πᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> претерпевание, испытывание, страдательное состояние (π. καὶ [[πρᾶξις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. случай, происшествие: [[πᾶσα]] ἡ [[ἑωυτοῦ]] π. Her. все, что с ним приключилось;<br /><b class="num">3)</b> несчастье, горе ([[βαρεῖα]] Pind.; μελέα Soph.);<br /><b class="num">4)</b> страдание, болезнь (τῶν ὀφθαλμῶν Her.): τοῦ πνίγους π. Plat. удушливая жара. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A passive state, Pl.Ti.80b; what is done or happens to a person orthing, opp. πρᾶξις, Id.Lg.903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ . . π. what happened there, S.Aj.295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122. 2 suffering, misfortune, Pi.P.3.42,97 (pl.), S.OC7, etc.; πάθαι, opp. εὐτυχίαι, Hdt.3.40; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Id.2.111; of morbid affections, τὰς π. τὰς ἐν τῷ ὀστέῳ γινομένας Hp.VC13; ἡ τοῦ πνίγους π. suffocation, Pl.Phlb. 32a, cf. Lg.728c, 865e, 866b.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = πάθος, Leiden, Unfall, Unglück; ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ, Pind. P. 3, 42; ὀξείαισι πάθαις, P. 3, 97, öfter; μελέαν πάθαν κλαῖον, Soph. Ant. 965; O. C. 7; plur., Ai. 238; Hippocr.; Her. 1, 122; τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν, Augenleiden, Blindheit, 2, 111; sp. D., Leon. Al. 12 (VI, 221); auch in attischer Prosa, ἡ παρὰ φύσιν τοῦ πνίγους πάθη Plat. Phil. 32 a, τιμωρία δὲ ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Legg. V, 728 c, u. öfter in diesen Büchern; bes. bei Sp., wie Luc. dea Syr. 22, App. Mthrid. 77.
Greek (Liddell-Scott)
πάθη: [ᾰ], ἡ, παθητικὴ κατάστασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶξις, Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς ἐκεῖ.. πάθας, τὰ ἐκεῖ συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) πάθημα συμφορά, Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότης, Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., ἀσφυξία, Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
I. état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;
II. souffrance :
1 au phys. mal, maladie;
2 au mor. douleur, affliction.
Étymologie: πάθος.
2pl. de πάθος.
Greek Monolingual
πάθη, ἡ (Α)
1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι
2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», Ηρόδ.)
3. συμφορά, πάθημα
4. στον πληθ. αἱ πάθαι
οι ασθένειες, οι παθήσεις
5. φρ. α) «ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν» — η τύφλωση
β) «ἡ τοῡ πνίγους πάθη» — η ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του πάθος < θ. πăθ- του πάσχω].
Greek Monotonic
πάθη: [ᾰ], ἡ,
1. παθητική κατάσταση, σε Πλάτ.· τὰς ἐκεῖ πάθας, αυτό που έγινε εκεί, σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθη, όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.
2. = πάθημα, σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότητα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πάθη: I pl. к πάθος.
II дор. πάθᾱ (πᾰ) ἡ
1) претерпевание, испытывание, страдательное состояние (π. καὶ πρᾶξις Plat.);
2) тж. pl. случай, происшествие: πᾶσα ἡ ἑωυτοῦ π. Her. все, что с ним приключилось;
3) несчастье, горе (βαρεῖα Pind.; μελέα Soph.);
4) страдание, болезнь (τῶν ὀφθαλμῶν Her.): τοῦ πνίγους π. Plat. удушливая жара.