ἀτραπιτός: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτρᾰπῐτός:''' και [[ἀταρπιτός]], ἡ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀτρᾰπῐτός:''' και [[ἀταρπιτός]], ἡ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρᾰπῐτός:''' ἡ Hom. = [[ἀτραπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, = sq., Od.13.195, A.R.4.123, etc.: metaph. of studies,
A Πλατώνειοι ἀ. BCH36.230 (Rhodes), cf. AP9.540:—also ἀταρπῐτός [ᾰτ], Od.17.234: ἀτρᾰπητός, AB460.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, = folgdm, Od. 13, 195 u. Sp., z. B. Archimel. 1 (App. 15).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρᾰπῐτός: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ὀδ. Ν. 195, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.: ὡσαύτως ἀταρπιτός, Ὀδ. Ρ. 234· καὶ ἀτραπητὸς ἐν Α. Β. 460. 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
c. ἀτραπός.
English (Autenrieth)
= ἀταρπιτός, path, Od. 13.195†.
Spanish (DGE)
(ἀτρᾰπῐτός) -οῦ, ἡ
• Alolema(s): ἀταρπιτός Il.18.565, Od.17.234, Nonn.D.38.225
• Grafía: graf. ἀτραπητός AB 460
• Prosodia: [ᾰ-]
1 senda, sendero μία δ' οἴη ἀ. ἦεν ἐπ' αὐτήν Il.l.c., ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Od.13.195, οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν Od.l.c., δι' ἀτραπιτοῖο μεθ' ἱερὸν ἄλσος ἵκοντο A.R.4.123, Αἰακέ, [σ] ημήναις ἡ θέμις ἀτραπιτόν ISmyrna 513.10 (II a.C.), ἀτραπιτὸν πρὸ πόληος ... τεῦξεν SEG 27.847.2 (Ancira IV d.C.), cf. Call.Del.74, A.R.4.1173, IMEG 5.2, 7.8, 35.2 (todas heleníst.), Rhian.72.1, Opp.C.1.484, 490, 2.208, 4.433, Apoll.Met.Ps.9.26, 100.6, Nonn.Par.Eu.Io.4.6, 13.33, AB l.c.
2 fig. travesía, ruta πρὸς οὐρανίας ... ἀτραπιτούς para su asalto al cielo de los Gigantes, Archimel.SHell.202.8, ἀ. βιότου GVI 1485.2 (Mileto I/II d.C.)
•sendero, doctrina Πλατωνείους θρέψαν ὑπ' ἀτραπιτούς GVI 1451.6 (Rodas III/II a.C.), de la filosofía de Heráclito μάλα τοι δύσβατος ἀ. AP 9.540 (Anon.).
Greek Monotonic
ἀτρᾰπῐτός: και ἀταρπιτός, ἡ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρᾰπῐτός: ἡ Hom. = ἀτραπός.