ὀμφαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό [[κόσμημα]], <i>ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</i>, λέγεται για [[ασπίδα]] που στο [[κέντρο]] της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ζυγὸν ὀμφαλόεν</i>, [[ζυγός]] βοδιών ή αλόγων που στο [[μέσο]] του έχει μικρό στρογγυλό [[κοίλωμα]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὀμφᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό [[κόσμημα]], <i>ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</i>, λέγεται για [[ασπίδα]] που στο [[κέντρο]] της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ζυγὸν ὀμφαλόεν</i>, [[ζυγός]] βοδιών ή αλόγων που στο [[μέσο]] του έχει μικρό στρογγυλό [[κοίλωμα]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλόεις:''' όεσσα, όεν снабженный в середине острым выступом, шишковатый ([[ἀσπίς]] Hom.); снабженный посредине стержнем ([[ζυγόν]] Hom.): οἰμωγαὶ ὀμφαλόεσσαι шутл. Arph. шишковатые завывания (т. е. гомеровские песни, о бряцающих ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι).
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλόεις Medium diacritics: ὀμφαλόεις Low diacritics: ομφαλόεις Capitals: ΟΜΦΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: omphalóeis Transliteration B: omphaloeis Transliteration C: omfaloeis Beta Code: o)mfalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A having a navel or boss, ἀσπίδος -οέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.Pax1274 ; ζυγὸν-όεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf. ὀμφαλός 11.2 ; οἰμωγὰς -οέσσας Ar.Pax1278 (by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν -όεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al.348 ; ἄρκτον-όεσσαν, because pointing to the pole (ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.

German (Pape)

[Seite 343] εσσα, εν, mit einem Nabel versehen, genabelt; ἀσπὶς ὀμφαλόεσσα, der Schild, der in der Mitte einen nabelförmigen, nabelrunden Buckel hat, Il. oft, in der Od. 19, 32; Ar. Pax 1240, wo 1244 komisch οἰμωγὰς ᾄδων ὀμφαλοέσσας verbunden ist; eben so ζυγὸν ὀμ φαλόεν, das in der Mitte mit einer buckelförmigen Erhöhung verschene Joch, Il. 24, 269; einzeln bei sp. D., wie Nic. Al. 7 das Gestirn des Bären ἄρκτος ὀμφαλόεσσα nennt, vielleicht weil es am Pol steht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον κόσμημα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης ἐν τῷ κέντρῳ ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον τι κόσμημα, Ἰλ. Ζ. 118, κτλ.· ζυγὸν ὀμφάλεον, ἔχον ὀμφαλὸν ἢ κόμβον ἐν τῷ μέσῳ, Ω. 269 ἴδε ὀμφαλὸς ΙΙ· - οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας (ἀστεϊσμὸς παρὰ προσδοκίαν) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1278· - σύκων πόσιν ὀμφαλόεσσαν, ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 7, πιθαν. ἀναφερόμενον εἰς εἶδός τι σύκου ὅπερ καλεῖται ὀμφάλειος παρὰ Φωτίῳ.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
relevé ou bombé dans son milieu comme un nombril.
Étymologie: ὀμφαλός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: furnished with an ὀμφαλός or ὀμφαλοί, bossy, studded, epith. of shield, yoke. (Il.)

Greek Monolingual

ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός του Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατ-όεις, ιμερ-όεις)].

Greek Monotonic

ὀμφᾰλόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό κόσμημα, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, λέγεται για ασπίδα που στο κέντρο της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· ζυγὸν ὀμφαλόεν, ζυγός βοδιών ή αλόγων που στο μέσο του έχει μικρό στρογγυλό κοίλωμα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλόεις: όεσσα, όεν снабженный в середине острым выступом, шишковатый (ἀσπίς Hom.); снабженный посредине стержнем (ζυγόν Hom.): οἰμωγαὶ ὀμφαλόεσσαι шутл. Arph. шишковатые завывания (т. е. гомеровские песни, о бряцающих ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι).