μορμύρω: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μορμύρω:''' [ῡ], λέγεται για το [[νερό]], ηχώ [[καθώς]] ρέω και [[βράζω]] (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. [[murmur]]). | |lsmtext='''μορμύρω:''' [ῡ], λέγεται για το [[νερό]], ηχώ [[καθώς]] ρέω και [[βράζω]] (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. [[murmur]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορμύρω:''' (ῡ) клокотать, шуметь: ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων Hom. шумно пенящаяся река. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], of water,
A roar and boil, [ποταμὸν] ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών Il.5.599, cf. 21.325; ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων 18.403, cf. A.R. 1.543, etc.: in late Prose, Ael.NA14.26:—Med., = Act., D.P.82. 2 metaph., θυμῷ μ. Man.5.118. (Onomatopoeic word.)
German (Pape)
[Seite 207] (vgl. μύρω, die Reduplication der Wurzel tritt noch deutlicher in der von Hesych. erwähnten Nebenform μυρμύρω hervor), unter Gemurmel, Geräusch hinfließen, hinrauschen; ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων, mit Schaum rauschend, von einem Strome, Il. 5, 599. 21, 325; vom Okeanos, 18, 403; ῥεῦμα, Ael. N. A. 14, 26; auch im med., D. Per. 82; Hesych. erkl. allgemein ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖν; öfter bei sp. D., wie Maneth. 5, 118, in der Anth., Κύπρις μορμύρουσα ἀφρὰ, Leon. Tar. 41 (Plan. 182).
Greek (Liddell-Scott)
μορμύρω: [ῡ], ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος ποταμοῦ, ἀποτελῶ ποιὸν ἦχον, «βράζω», ποταμὸν ἀφρῷ μορμύροντα ἰδὼν Ἰλ. Ε. 599, πρβλ. Φ. 325· ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Σ. 403· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., καὶ Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, ἐν τέλ. - Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Π. 82. (Πρβλ. Σανσκρ. marmaras, Λατ. murmur, Ἀρχ. Γερμ. murmulon = murmeln).
French (Bailly abrégé)
murmurer en bouillonnant, murmurer, gronder.
Étymologie: DELG cf. lat. murmuro.
English (Autenrieth)
only part., of water, murmuring, dashing; ἀφρῷ, Ε , Il. 18.403.
Greek Monolingual
(ΑΜ μορμύρω)
(για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.-μσν.
(γενικά) μουρμουρίζω
αρχ.
(για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορ- μύρ-ω προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό και ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-, ενώ εμφανίζει επίθημα -yo. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα murmur- προϊόν ηχομιμήσεως με σημ. «μουρμουρίζω, βουίζω σιγανά» και συνδέεται με τα λατ. murmurō «μουρμουρίζω, murmur «μουρμουρητό», πιθ. με αρχ. ινδ. murmura «φωτιά που τρίζει», murmurā, ονομ. ενός ποταμού και με τον τ. μύρομαι].
Greek Monotonic
μορμύρω: [ῡ], λέγεται για το νερό, ηχώ καθώς ρέω και βράζω (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. murmur).
Russian (Dvoretsky)
μορμύρω: (ῡ) клокотать, шуметь: ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων Hom. шумно пенящаяся река.