πάμπρωτος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(nl)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.
|elnltext=πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπρωτος:''' первый из всех, раньше всех Hom., Pind.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρωτος Medium diacritics: πάμπρωτος Low diacritics: πάμπρωτος Capitals: ΠΑΜΠΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pámprōtos Transliteration B: pamprōtos Transliteration C: pamprotos Beta Code: pa/mprwtos

English (LSJ)

η, ον,

   A the very first, first of all, Il.7.324, 9.93: neut. πάμπρωτον as Adv., Od.4.577; ἐπεὶ π. εἶδον φέγγος Pi.P.4.111: also in pl. -πρωτα, Il.4.97, 17.568: Sup. παμπρώτιστα A.R.4.1693.

German (Pape)

[Seite 454] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρωτος: -η, -ον, ὁ πρώτιστος πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· ὡσαύτως τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout à fait le premier ou premier de tous;
adv. • πάμπρωτον OD, • πάμπρωτα IL par-dessus tout, avant tout.
Étymologie: πᾶν, πρῶτος.

English (Autenrieth)

very first, first of all; adv., πάμπρωτον (Od.), πάμπρωτα (Il.)

English (Slater)

πάμπρωτος
   1 firstἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (P. 4.111) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48)

Greek Monolingual

πάμπρωτος, -ώτη, -ον (Α)
1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστοςπάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα
πρωτίστως, πρώτα - πρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρῶτος].

Greek Monotonic

πάμπρωτος: -η, -ον, πρώτος απ' όλους, πραγματικά πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε ουδ., πάμπρωτον και -τα ως επίρρ., σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρωτος: первый из всех, раньше всех Hom., Pind.