λείχω: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λείχω:''' μέλ. <i>λείξω</i>, αόρ. <i>ἔλειξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''λείχω:''' μέλ. <i>λείξω</i>, αόρ. <i>ἔλειξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λείχω:''' лизать, слизывать (τι Her.; αἵματος Aesch., Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A λείξω LXX Mi.7.17: aor. ἔλειξα A. (v. infr.), Ar. (v. infr.):—Pass., aor. part. ἐκ-λειχθέν Dsc.3.36:—lick up, Hdt.4.23, A.Eu.106, Ag.828; λ. δημιόπρατα Ar.Eq.103; simply, lick, ἅλα Arist. HA580b31; βοῦς ὁπλὴν λ. Thphr.Sign.15. (Cf. Skt. lih- 'lick', etc.)
German (Pape)
[Seite 27] lecken, auflecken; ἄδην ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας δημιόπρατα Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch λιχμάω.
Greek (Liddell-Scott)
λείχω: μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. λιχανός, λιχ-μάομαι, λιχμάζω, λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us (λιχανός).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. ἅδην)· λ. τὰ δημιόπρατα Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· ἁπλῶς «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ λιχμάω (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι λελειχμότες, παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.
French (Bailly abrégé)
f. λείξω, ao. ἔλειξα, pf. inus.
lécher.
Étymologie: R. Λικ, lécher ; cf. lat. lingo.
Greek Monolingual
λείχω (Α)
γλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα leiĝh- «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ. ligim). Τα παρ. λιχανός, λίχνος, λιχμῶμαι, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ-, οδηγούν στην υπόθεση ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (λιχ-). Από το σύνθ. εκ-λείχω σχηματίστηκε το γλείφω. Τα σύνθ., τέλος, του τ. -λοιχός εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. (πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός).
ΠΑΡ. λειξούρα, λειχήν(ας), λιχανός
αρχ.
λιχάς, λιχμάζω, λιχμαίνω, λιχμάς, λιχμώ, λίχνος
μσν.
λείξουρος
νεοελλ.
λείξη, λειξιάρης, λειχούδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειχήνωρ, λειχομύλη, λειχοπίναξ. (Β' συνθετικό) περιλείχω
αρχ.
αναλείχω, απολείχω, διαλείχω, εκλείχω, ελλείχω, επιλείχω].
Greek Monotonic
λείχω: μέλ. λείξω, αόρ. ἔλειξα·
1. γλείφω, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.
2. ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι λελειχμότες, αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
λείχω: лизать, слизывать (τι Her.; αἵματος Aesch., Arst.).