ἁρμοστής: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμοστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἁρμόζω]]), αυτός που ρυθμίζει ή κυβερνά, [[ιδίως]] [[αρμοστής]] ή [[κυβερνήτης]] των νησιών και των [[πόλεων]] της Μ. Ασίας, που εστάλη ως [[διοικητής]] από τους Λακεδαιμόνιους κατά τη [[διάρκεια]] της εξουσίας τους, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἁρμοστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἁρμόζω]]), αυτός που ρυθμίζει ή κυβερνά, [[ιδίως]] [[αρμοστής]] ή [[κυβερνήτης]] των νησιών και των [[πόλεων]] της Μ. Ασίας, που εστάλη ως [[διοικητής]] από τους Λακεδαιμόνιους κατά τη [[διάρκεια]] της εξουσίας τους, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμοστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> гармост (спартанский правитель в городах и на островах, находившихся под гегемонией Лакедемона) Thuc., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> правитель, наместник, предводитель Xen., Luc.
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοστής Medium diacritics: ἁρμοστής Low diacritics: αρμοστής Capitals: ΑΡΜΟΣΤΗΣ
Transliteration A: harmostḗs Transliteration B: harmostēs Transliteration C: armostis Beta Code: a(rmosth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who arranges or governs, esp. harmost, governor sent out by the Lacedaemonians to the περίοικοι and subject cities, Th.8.5, X.HG2.4.28, etc.; governor of a dependent colony, Id.An.5.5.19.    2 title of officials at Thessalonica, IG11(4).1053 (iii B.C.).    3 = triumvir, App.BC4.7; = praefectus, Luc.Tox.17,32.    4 betrothed husband, Poll.3.35.

German (Pape)

[Seite 356] ὁ, der Ordner, Verwalter; so hießen bes. die Statthalter, welche die Lacedämonier in eroberten Städten einzusetzen pflegten, Thuc. 8, 5; Xen. Hell. 1, 1, 23 u. öfter, wie Folgde; übh. Statthalter, z. B. in einer Kolonie, Xen. An. 5, 5, 19 u. Sp. Nach Poll. auch schlechter Ausdruck für μνηστήρ. Vgl. ἁρμόζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁρμόζων, διατάττων ἤ κυβερνῶν, κυρίως δὲ ἁρμοστὴς ἐλέγετο ὁ ἀποστελλόμενος ἐκ Σπάρτης διοικητὴς ὅπως διοικήσῃ νῆσον ἤ πόλιν ὑπήκοον αὐτῇ, Θουκ. 8, 5, Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 28, κτλ.· πρβλ. Ἐρμάννου Πολ. Ἀρχ. § 39, καὶ λεξ. Ἀρχαιολογ.: ὁ διοικητὴς ἀποικίας ἀπεσταλμένος ἐκ τῆς μητροπόλεως, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 19: - Ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 7, κεῖται πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαïκοῦ Triumvir, τριάρχης, καὶ ἐν Λουκ. Τοξ. 17 καὶ 32 τὸ Praefecti. 2) μνηστήρ, «ὅθεν τινὲς τῶν παλαιῶν καὶ ἁρμοστὴν τὸν μνηστῆρα ἐκάλεσαν» Πολυδ. Γ΄, 34.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἁρμοστήρ.
Étymologie: ἁρμόζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I de funciones públicas
1 harmosta gobernador lacedemonio en colonias o ciu. aliadas, Th.8.5, X.HG 2.4.28, 3.2.20, 4.8.29, An.6.6.13, Isoc.4.117, 14.3, D.18.96, 20.68, 24.128, Aen.Tact.27.7, Plb.4.27.5, Plu.2.773f
fig., de Eros designado tb. βασιλεύς y ἄρχων Plu.2.763e.
2 gener. gobernador, prefecto de colonia de otras ciu. griegas
ateniense, X.HG 4.8.8, tebano, X.HG 7.1.43, 7.3.4, cf. An.5.5.20, en Asia, Luc.Peregr.9, Tox.17, 32
fig. de Alejandro θεόθεν ἁρμοστὴς καὶ διαλλακτής Plu.2.329b, de la razón λόγον ἐγκαταστήσας ὥσπερ ἁρμοστὴν καὶ φύλακα Plu.2.430e
en ciu. de Tracia y Macedonia IG 11(4).1053.10 (Delos III a.C.), Plu.Demetr.39, Dexipp.26.3.
3 triunviro en la Roma republicana, de Lépido, Antonio y César, App.BC 4.7, cf. Hisp.38, Sud.
II 1novio, prometido Poll.3.35, cf. ἁρμοστὴς γάμου· sponsus, Gloss.2.245.
2 músico Gr.Nyss.Hom.Opif.8.

Greek Monolingual

ο (Α ἁρμοστής) αρμόζω
ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα
αρχ.
1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων
2. έπαρχος
3. μνηστήρας.

Greek Monotonic

ἁρμοστής: -οῦ, ὁ (ἁρμόζω), αυτός που ρυθμίζει ή κυβερνά, ιδίως αρμοστής ή κυβερνήτης των νησιών και των πόλεων της Μ. Ασίας, που εστάλη ως διοικητής από τους Λακεδαιμόνιους κατά τη διάρκεια της εξουσίας τους, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοστής: οῦ ὁ
1) гармост (спартанский правитель в городах и на островах, находившихся под гегемонией Лакедемона) Thuc., Xen., Plut.;
2) правитель, наместник, предводитель Xen., Luc.