διεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
(9)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διεγείρω]]) [[εγείρω]]<br />[[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («διεγείρει τη μια [[φυλή]] [[εναντίον]] της άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] έμμεσα τη [[διάπραξη]] αξιόποινης πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξυπνώ]] κάποιον, [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>μσν.</b><br />(για πόλεμο) [[υποκινώ]].
|mltxt=(AM [[διεγείρω]]) [[εγείρω]]<br />[[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («διεγείρει τη μια [[φυλή]] [[εναντίον]] της άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] έμμεσα τη [[διάπραξη]] αξιόποινης πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξυπνώ]] κάποιον, [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>μσν.</b><br />(για πόλεμο) [[υποκινώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεγείρω:''' <b class="num">1)</b> пробуждать, будить (τινά Plut.); med.-pass. пробуждаться, просыпаться (ἐξ ὕπνου Anth.): πρὶν διεγερθῆναι Arst. прежде чем проснуться;<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, вызывать (τὰ πένθη διὰ κολακείαν Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγείρω Medium diacritics: διεγείρω Low diacritics: διεγείρω Capitals: ΔΙΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: diegeírō Transliteration B: diegeirō Transliteration C: diegeiro Beta Code: diegei/rw

English (LSJ)

   A wake up, Anaxipp.1.47, J.AJ8.13.7, Hdn.2.1.5; stir up, arouse, LXX 2 Ma.7.21; excite, promote, αὔξησιν φυτοῦ Gp.9.3.7:—Pass., Hp.Ep.15, Arist.Pr.876a22, LXXEs.11.11, Ph.2.485, Longus 2.35; to be raised up from a sick-bed, AP11.171 (Lucill.); Ep. aor. διέγρετο ib.5.274 (Paul. Sil.).    II raise, τὸν αὐχένα Hld. 4.4; χώματα J.BJ6.1.1, 6.2.7:—Pass., πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXXJu.1.4; τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγειρεσθε μἐσον Procop.Gaz.ἠθοπ.ποιμένος p.137B.

German (Pape)

[Seite 617] (s. ἐγείρω), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).

Greek (Liddell-Scott)

διεγείρω: ἐντελῶς ἐξεγείρω, Ἱππ. 1237, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 47. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 3. 34· Ἐπ. ἀόρ. παθ. διέγρετο, Ἀνθ. Π. 5. 275. ΙΙ. προτείνω, τὸν αὐχένα Ἠλιόδ. 4. 4.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. διέγρετο AP 5.275 (Paul.Sil.), 1a plu. διεγρόμεθα Hierocl.5.6, part. fem. διεγρομένη AP 5.259 (Paul.Sil.); v. med. perf. part. διεγηγερμένος Hp.Ep.15]
I en v. med.-pas.
1 despertarse ἐκπάγλως δὲ διηγέρθην me desperté sobresaltado Hp.Ep.15, cf. Epid.3.17.3, πρὶν διεγερθῆναι Arist.Pr.876a22, ἡ παῖς ἐξ ὕπνοιο διέγρετο AP 5.275, cf. 259 (ambos Paul.Sil.), Hierocl.l.c., τοὺς δὲ διεγειρομένους ... κατηκόντιζον D.S.19.95, ἐμοῦ δὲ διεγερθέντος PTeb.804.15 (II a.C.)
perf. estar despierto Ph.2.485.
2 levantarse διεγερθεὶς οὖν ὁ Φιλητᾶς Longus 2.35.2, cf. AP 11.171 (Lucill.), τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγείρεσθε μέσον Procop.Gaz.Decl.4.34, διεγείρεσθαι οὐ θέλει, ἀλλ' ἐσθίει κατακείμενος Hippiatr.8.1
fig. agitarse, excitarse de una pers. διεγηγερμένος τῇ σχέσει Hp.Ep.15, de un caballo αὐτὸν τῷ κτύπῳ ... εἰς προθυμίαν διεγειρόμενον éste excitado a la furia por el golpe Gr.Nyss.Infant.67.16
del mar encresparse, Eu.Io.6.18.
II v. act., tr.
1 despertar τοὺς κοιμωμένους ... διεγείρουσιν αἱ σάλπιγγες Plb.12.26.1, cf. I.AI 8.349, τὸν φυλάσσοντα Hdn.2.1.5, τὸν δαίμονά σου Suppl.Mag.39.1, cf. Aesop.184, Plu.2.107e
abs. διεγειρόντων οὐκ ᾐσθάνετο no se dio cuenta de los intentos por despertarla (de un sueño comatoso), Hp.Epid.7.41
fig. τὴν φύσιν Anaxipp.1.47.
2 levantar, erigir τὰ χώματα I.BI 6.5, 156, en v. pas. πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXX Iu.1.4
de pers. levantar διέγειρε σεαυτόν Plu.2.975c, cf. Philostr.Iun.Im.3.4, τὸν αὐχένα Hld.4.4.1.
3 fig. estimular, promover τὴν αὔξησιν τοῦ φυτοῦ Gp.9.3.7
excitar, conmover τὴν ψυχήν Asclep. en Anon.Lond.38.5, Aristid.Quint.56.9, cf. Vett.Val.151.30, τῶν χρονοκρατόρων τὰς δυνάμεις Vett.Val.204.16, τὸν ἵππον εἰς τὸν ... ἔρωτα Hippiatr.14.8, c. πρός y ac. e instrum. τοὺς ἄλλους διεγείρειν πρὸς ἔλεον πυκναῖς παραινέσεσι mover a compasión a otros con insistentes súplicas Gr.Nyss.M.46.837D
en ret. conmover, estimular ἓν ἔργον ἐπιλόγου τὸ τὰ πάθη διεγεῖραι Arist.Fr.134, οὐ διεγείρει δὲ τὸν ἀκροατήν D.H.Lys.28, cf. Pomp.4.4, Origenes Cels.4.44.
III gram. acentuar con acento agudo en v. pas. τὸν διεγηγερμένον τόνον A.D.Synt.97.27, cf. Hdn.Gr.1.551.

English (Strong)

from διά and ἐγείρω; to wake fully; i.e. arouse (literally or figuratively): arise, awake, raise, stir up.

English (Thayer)

(διεξέρχομαι) (2nd aorist διεξηλθον); to go out through something: διεξελθοῦσα, namely, διά φρυγάνων, Sept.; in Greek writings from (Sophicles, Herodotus), Euripides down.)

Greek Monolingual

(AM διεγείρω) εγείρω
εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον της άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ»)
νεοελλ.
1. παρακινώ, παροτρύνω
2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης
αρχ.-μσν.
ξυπνώ κάποιον, σηκώνω από τον ύπνο
μσν.
(για πόλεμο) υποκινώ.

Russian (Dvoretsky)

διεγείρω: 1) пробуждать, будить (τινά Plut.); med.-pass. пробуждаться, просыпаться (ἐξ ὕπνου Anth.): πρὶν διεγερθῆναι Arst. прежде чем проснуться;
2) возбуждать, вызывать (τὰ πένθη διὰ κολακείαν Plut.).