καθεξῆς: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(18) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθεξῆς]], Α ποιητ. τ. [[κατά]] θ' [[ἑξείης]], με [[τμήση]])<br />στη [[συνέχεια]], [[κατόπιν]], [[εφεξής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε λαϊκή [[χρήση]]) στο [[μέλλον]], στο [[εξής]] («[[καθεξής]] να μάθεις να φυλάγεσαι»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «και ούτω [[καθεξής]]» (σε [[συντομογραφία]]: κ.ο.κ.)<br />και τα λοιπά, ομοίως<br />(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο [[περίπου]] τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ [[καθεξῆς]] τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' ακολουθίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑξῆς]]]. | |mltxt=(AM [[καθεξῆς]], Α ποιητ. τ. [[κατά]] θ' [[ἑξείης]], με [[τμήση]])<br />στη [[συνέχεια]], [[κατόπιν]], [[εφεξής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε λαϊκή [[χρήση]]) στο [[μέλλον]], στο [[εξής]] («[[καθεξής]] να μάθεις να φυλάγεσαι»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «και ούτω [[καθεξής]]» (σε [[συντομογραφία]]: κ.ο.κ.)<br />και τα λοιπά, ομοίως<br />(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο [[περίπου]] τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ [[καθεξῆς]] τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' ακολουθίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑξῆς]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καθεξῆς:''' adv. (= [[ἐφεξῆς]] I)<br /><b class="num">1)</b> по порядку, последовательно (βαδίζειν Plut.; γράψαι NT);<br /><b class="num">2)</b> далее, в дальнейшем: ἐν τῷ κ. NT впоследствии, после этого; οἱ κ. προφῆται NT позднейшие пророки. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., = the more usu. ἐφεξῆς, Ev.Luc.1.3, Plu.2.615c, Ael.VH8.7, IGRom.4.1432.9 (Smyrna); poet.
A κατά θ' ἑξείης Opp. C.3.59.
German (Pape)
[Seite 1283] = ἐφεξῆς; Ael. V. H. 8, 7; Plut. Symp. 1, 1 E.
Greek (Liddell-Scott)
καθεξῆς: Ἐπίρρ.= τῷ συνηθεστέρῳ ἐφεξῆς, Πλούτ. 2.615Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208. 9· ποιητ., κατάθ’ ἐξείης Ὀππ. Κυν. 3. 59.
French (Bailly abrégé)
adv.
de suite ; ensuite.
Étymologie: κατά, ἑξῆς.
English (Strong)
from κατά and ἑξῆς; thereafter, i.e. consecutively; as a noun (by ellipsis of noun) a subsequent person or time: after(-ward), by (in) order.
English (Thayer)
(κατά and ἑξῆς, which see), adverb, one after another, successively, in order: τῶν καθεξῆς those that follow after, Winer's Grammar, 633 (588)); ἐν τῷ καθεξῆς namely, χρόνῳ (R. V. soon afterward), Aelian v. h. 8,7; Plutarch, symp. 1,1, 5; in earlier Greek ἑξῆς and ἐφεξῆς are more usual.)
Greek Monolingual
(AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ' ἑξείης, με τμήση)
στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής
νεοελλ.
1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι»)
2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.)
και τα λοιπά, ομοίως
(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο περίπου τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ καθεξῆς τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)
αρχ.
κατ' ακολουθίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑξῆς].
Russian (Dvoretsky)
καθεξῆς: adv. (= ἐφεξῆς I)
1) по порядку, последовательно (βαδίζειν Plut.; γράψαι NT);
2) далее, в дальнейшем: ἐν τῷ κ. NT впоследствии, после этого; οἱ κ. προφῆται NT позднейшие пророки.