κακοδαιμονάω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδαιμονάω:''' быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονάω Medium diacritics: κακοδαιμονάω Low diacritics: κακοδαιμονάω Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: kakodaimonáō Transliteration B: kakodaimonaō Transliteration C: kakodaimonao Beta Code: kakodaimona/w

English (LSJ)

   A to be tormented by an evil genius, possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (-οῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for sq. in M.Ant.2.8.

German (Pape)

[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονάω: βασανίζομαι από κακό δαίμονα, κατέχομαι από κακό πνεύμα, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονάω: быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.