νοόπληκτος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το [[μυαλό]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''νοόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το [[μυαλό]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοόπληκτος:''' туманящий разум ([[μέθη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.
Greek Monolingual
νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].
Greek Monotonic
νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νοόπληκτος: туманящий разум (μέθη Anth.).