ταρχύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταρχύω:''' μέλ. <i>ταρχύσω</i> — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· [[θάβω]] σεμνοπρεπώς, [[κηδεύω]] με [[κατάνυξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ταρχύω:''' μέλ. <i>ταρχύσω</i> — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· [[θάβω]] σεμνοπρεπώς, [[κηδεύω]] με [[κατάνυξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταρχύω:''' (ῡ) (aor. pass. ταρχύθην с ῡ Anth.) торжественно хоронить, погребать (τινὰ τύμβῳ Hom.).
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρχύω Medium diacritics: ταρχύω Low diacritics: ταρχύω Capitals: ΤΑΡΧΥΩ
Transliteration A: tarchýō Transliteration B: tarchyō Transliteration C: tarchyo Beta Code: tarxu/w

English (LSJ)

A.R.3.208: fut.

   A -ύσω Il.16.456: Ep.aor. τάρχῡσα Q.S.1.801, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην Nonn.D.37.96, Ep. ταρχ- A.R. 1.83:—Pass., Ep. aor. ταρχύθην [ῡ] AP7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι IG14.1374:—bury solemnly, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Il.7.85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε 16.456; θανοῦσαν . . τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας Supp.Epigr.2.874.8 (Egypt): metaph., οὔνομα τ. AP7.537 (Phan.). (Cf. ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα, and perh. τριχῶσαι: prob. not connected with ταριχεύω . [ῡ in all tenses.]

German (Pape)

[Seite 1072] (kürzere Form für ταριχεύω), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.

Greek (Liddell-Scott)

ταρχύω: μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ κηδεύω σεμνοπρεπῶς, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. οὔνομα Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν ἀτάρχυτος ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = τάραξις· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = πένθος, κῆδος· ἀλλὰ τὸ ταρχύω φαίνεται τύπος συντομώτερος τοῦ ταριχεύω, ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ ταριχηρός). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].

French (Bailly abrégé)

f. ταρχύσω, ao. ἐτάρχυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐταρχύθην, pf. τετάρχυμαι;
rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.
Étymologie: DELG emprunt au lycien.

English (Autenrieth)

fut. ταρχύσουσι, aor. subj. ταρχῦσωσι: solemnly bury. (Il.)

Greek Monolingual

Α
θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα της Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund-, που ανάγονται στη ρίζα του χεττιτ. ρ. tarh- «νικώ». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, αρχική σημ. του ρ. ταρχύω θα ήταν η «φέρομαι σε κάποιον σαν σε θεό». Παράλληλα με το ρ. ταρχύω μαρτυρούνται και ορισμένοι τ., οι οποίοι πιθανότατα να μην είναι σωστά παραδεδομένοι: ταρχάνιον
ἐντάφιον, τέρχανον και τάρχανον
πένθος, τάρχεα, ταρχώματα, ταρχῶα, στερχανά, ἐπίταρχον. Η σύνδεση, τέλος, του ρ. με τα τάριχος, ταριχεύω δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε και από σημασιολογική άποψη].

Greek Monotonic

ταρχύω: μέλ. ταρχύσω — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· θάβω σεμνοπρεπώς, κηδεύω με κατάνυξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ταρχύω: (ῡ) (aor. pass. ταρχύθην с ῡ Anth.) торжественно хоронить, погребать (τινὰ τύμβῳ Hom.).