λέμβος: Difference between revisions
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λέμβος:''' ὁ лодка, челн Theocr., Dem., Polyb. | |elrutext='''λέμβος:''' ὁ лодка, челн Theocr., Dem., Polyb. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m. (on the gender cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)<br />Meaning: <b class="b2">small fast-sailing galley </b> (D., Anaxandr., hell.); .<br />Derivatives: <b class="b3">λεμβῶδες πλοῖον</b> (Arist.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Illyr.<br />Etymology: Foreign word (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 3), perh. Illyrian (s. lit. in W.-Hofmann s. [[lembus]]). Thus Krahe Gymnasium 59, 79, from IE <b class="b2">*lengʷho-s</b> (to <b class="b3">ἐλαφρός</b> etc.?). - Old IE etymologies in Bq and WP. 2, 435 rejected. Lat. LW [loanword] [[lembus]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a ship's
A cock-boat, D.32.6: metaph., of a parasite, ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Anaxandr.34.7. II fishingboat, Theoc.21.12. 2 fast-sailing galley, felucca, used either to precede a fleet, Plb.1.53.9; or as a light transport, Id.2.3.1, cf. 5.109.3, SIG569.19 (Halasarna, iii B.C.), PPetr.2p.64 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 28] ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vordertheil, Fischerkahn, Boot, Dem. 32, 6; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώθη, beim Schiffbruch, 34, 10; Pol. 1, 53, 9; ῥυμουλκοῦντες 3, 46, 5, öfter; Agath. 24 (XI, 64); übertr. vom Schmeichler, der Einem immer nachfolgt, Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f.
Greek (Liddell-Scott)
λέμβος: ὁ, μικρὸν πλοιάριον, ἐφόλκιον, Λατ. lembus, Δημ. 883. 28· μεταφορ., ἐπὶ παρασίτου, ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 7. ΙΙ. ἁλιευτικὸν πλοιάριον, Θεόφρ. 21. 12. 2) ἰδίως ταχύπλουν πλοιάριον, felucca, χρησιμεῦον ἢ ὡς πρόσκοπος στόλου, Πολύβ. 1. 53, 9· ἢ ὡς ἐλαφρὸν μεταγωγικόν, ὁ αὐτ. 2. 3, 1, πρβλ. 5. 109, 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 367-70, ἔνθ’ ἀποδοκιμάζεται ἡ διὰ τοῦ θηλυκ. ἄρθρ. ἐκφορὰ τῆς λέξεως ὡς ἀδόκιμος καὶ ἀσύστατος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite barque, particul.
1 chaloupe qui suit un navire;
2 bateau de pêche.
Étymologie: DELG pas d’étym., pê emprunt (illyrien ?).
Greek Monolingual
η (AM λέμβος, ὁ)
σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. το καλάθι του αεροστάτου
2. ανατ. το μικρότερο επάνω μέρος του πτερυγίου του αφτιού, η κύμβη
3. φρ. «σωσίβια λέμβος» — λέμβος που χρησιμοποιείται ειδικά για τη διάσωση ναυαγών
αρχ.
1. μικρό γρήγορο σκάφος που χρησίμευε ως πρόσκοπος στόλου ή ως ελαφρό μεταγωγικό
2. ονομασία παράσιτου ατόμου («ὄπισθεν ἀκολουθεῑ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. λεμβώδης
μσν.
λεμβάδιον νεοελλ. λεμβίτης, λεμβώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λέμβαρχος
νεοελλ.
λεμβοδρόμος, λεμβόζευκτος, λεμβοστάσιο, λεμβουργός, λεμβούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. εξωλέμβιος, επιλέμβιος].
Greek Monotonic
λέμβος: ὁ,
I. μικρό πλοιάριο, Λατ. lembus, σε Δημ.
II. αλιευτικό πλοιάριο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λέμβος: ὁ лодка, челн Theocr., Dem., Polyb.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (on the gender cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)
Meaning: small fast-sailing galley (D., Anaxandr., hell.); .
Derivatives: λεμβῶδες πλοῖον (Arist.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Illyr.
Etymology: Foreign word (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 3), perh. Illyrian (s. lit. in W.-Hofmann s. lembus). Thus Krahe Gymnasium 59, 79, from IE *lengʷho-s (to ἐλαφρός etc.?). - Old IE etymologies in Bq and WP. 2, 435 rejected. Lat. LW [loanword] lembus.