εξορίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐξορίζω]]) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να φύγει έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας, [[απελαύνω]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για εχθρό) [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτοπίζω]] κάποιον, του [[επιβάλλω]] να απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] κατοικίας και να παραμείνει υπό [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] της επικράτειας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στέλνω]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[παρασύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) [[εκθέτω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> (για ανίατους ασθενείς) [[απομονώνω]]<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προέρχομαι]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐξορίζω]] (Α)<br />[[βγάζω]] τον ορό από το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορός]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐξορίζω]]) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να φύγει έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας, [[απελαύνω]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για εχθρό) [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτοπίζω]] κάποιον, του [[επιβάλλω]] να απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] κατοικίας και να παραμείνει υπό [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] της επικράτειας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στέλνω]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[παρασύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) [[εκθέτω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> (για ανίατους ασθενείς) [[απομονώνω]]<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προέρχομαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐξορίζω]] (Α)<br />[[βγάζω]] τον ορό από το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξορίζω) ορίζω
1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας, απελαύνω
2. διώχνω μακριά, απομακρύνω
μσν.- νεοελλ.
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
νεοελλ.
εκτοπίζω κάποιον, του επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή της επικράτειας
μσν.
1. στέλνω
2. (για άνεμο) παρασύρω
αρχ.
1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω
2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω
3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη
4. μέσ. προέρχομαι.
(II)
ἐξορίζω (Α)
βγάζω τον ορό από το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].