κίσσα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο [[χρώμα]], [[μακριά]] [[ουρά]] και [[φωνή]] που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κικ</i>-<i>yă</i>. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη [[μίμηση]] του κρωξίματος τών πουλιών<br />ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>κικ</i>- «[[κίσσα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kiki</i>, <i>kikidivi</i> «[[είδος]] κίσσας», αγγλοσαξ. <i>higora</i> «[[κίσσα]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίλισσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κιλικ</i>-<i>yᾱ</i>).———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων που [[είτε]] επιθυμούν [[είτε]] αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ [[κίσσα]] γίγνεται», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρ. [[κισσάω]] / -<i>ῶ</i> «[[επιθυμώ]] σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων [[γυναικών]] και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη [[σημασία]] «[[συλλαμβάνω]] [[παιδί]]». Το ρ. [[κισσάω]] [[είναι]] μετονοματικό παρ. της λ. [[κίσσα]] (Ι), πτηνού γνωστού για τη [[λαιμαργία]] του («[[ὄρνεον]] ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο [[χρώμα]], [[μακριά]] [[ουρά]] και [[φωνή]] που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κικ</i>-<i>yă</i>. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη [[μίμηση]] του κρωξίματος τών πουλιών<br />ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>κικ</i>- «[[κίσσα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kiki</i>, <i>kikidivi</i> «[[είδος]] κίσσας», αγγλοσαξ. <i>higora</i> «[[κίσσα]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίλισσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κιλικ</i>-<i>yᾱ</i>).<br /><b>(II)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων που [[είτε]] επιθυμούν [[είτε]] αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ [[κίσσα]] γίγνεται», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρ. [[κισσάω]] / -<i>ῶ</i> «[[επιθυμώ]] σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων [[γυναικών]] και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη [[σημασία]] «[[συλλαμβάνω]] [[παιδί]]». Το ρ. [[κισσάω]] [[είναι]] μετονοματικό παρ. της λ. [[κίσσα]] (Ι), πτηνού γνωστού για τη [[λαιμαργία]] του («[[ὄρνεον]] ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:10, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσᾰ Medium diacritics: κίσσα Low diacritics: κίσσα Capitals: ΚΙΣΣΑ
Transliteration A: kíssa Transliteration B: kissa Transliteration C: kissa Beta Code: ki/ssa

English (LSJ)

Att. κίττᾰ, ἡ,

   A jay, Garrulus glandarius, Ar.Av.302, Antiph. 302, etc.; σοῦ δ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ' εἶδον... οὐ κίτταν Alex.92; prov., ἁ κίττα τὰν Σειρῆνα μιμουμένα Gal.8.632.    2 = ἰχθῦς ποιός, Hsch.    II 'longing' of pregnant women, craving for strange food, Dsc.1.115, Sor.1.48, S.E.M.5.62: pl., Gal.8.343.

German (Pape)

[Seite 1442] ἡ, att. κίττα, Häher, Holzschreier, nach Plin. pica glandaria; Ar. Av. 302. 1297; Plut. u. a. Sp. – Bei schwangeren Frauen = der Ekel an gewöhnlichen Speisen u. krankhaftes Gelüst nach besonderen, Sext. Emp. adv. math. 5, 62 u. Medic., vgl. Schol. Ar. Pax 496.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσᾰ: Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, ἴσως ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, ψευδὴς ὄρεξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
geai, pic, pie, oiseau.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek Monolingual

(I)
η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)
κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο χρώμα, μακριά ουρά και φωνή που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικ-. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη μίμηση του κρωξίματος τών πουλιών
ανάγεται σε ΙΕ ρίζα κικ- «κίσσα» (πρβλ. αρχ. ινδ. kiki, kikidivi «είδος κίσσας», αγγλοσαξ. higora «κίσσα») και εμφανίζει επίθημα - (πρβλ. κίλισσα < κιλικ-yᾱ).
(II)
η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)
η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων που είτε επιθυμούν είτε αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ κίσσα γίγνεται», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι υποχωρητικό παράγωγο του ρ. κισσάω / - «επιθυμώ σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων γυναικών και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη σημασία «συλλαμβάνω παιδί». Το ρ. κισσάω είναι μετονοματικό παρ. της λ. κίσσα (Ι), πτηνού γνωστού για τη λαιμαργία του («ὄρνεον ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. Αριστοφ.)].

Greek Monotonic

κίσσᾰ: Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω,
I. φλύαρο και αδηφάγο πτηνό, κίσσα, καρακάξα, σε Αριστοφ.
II. ψεύτικη όρεξη.

Russian (Dvoretsky)

κίσσᾰ: атт. κίττᾰ ἡ
1) предполож. сойка или сорока Arph., Plut., Sext.;
2) извращенный аппетит во время беременности Sext.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: jay, Garrulus glandarius, also magpie, Pica caudata (Ar.; see Thompson Birds s. v.); also = ἰχθῦς ποιός H. (on the motivation of the name Strömberg Fischnamen 115).
Other forms: Att. κίττα OKK
Derivatives: Davon κισσαβίζω (-ττ-) cry like a jay (Poll.; cf. τιττυβίζω a. o.), also κισσάω, s. on 2. κίσσα.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Cf. νῆσσα and other animal names (Chantraine Formation 98), so from *κικ-ι̯α, onomatopoet. after the sound of the bird like Skt. kiki- (lex.), kikidīví- m. (RV. 10, 97, 13, TS.) the blue wood-magpie, Germ., e. g. OE. higora magpie. - If inherited words with a common origin, Skt. kikidīví-, as opposed to the Germanic words, did not partake in the regular sound developments (palatalization k > c). See Bq, Pok. 598, Mayrhofer s. v.; further Schwentner KZ 69, 246f. (on onomatop. kiki-) and Fraenkel KZ 72, 178ff.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: morbid longing of pregnant women craving for strange food' (Dsc., S. E., Sor., Gal.).
Other forms: Att. κίττα.
Derivatives: κισσάω, κιττάω have κ. (Ar., Arist.), become pregnant (LXX), with κίσσησις (Gal.). κισσώδης full of κίσσα (Dsc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Age and frequency of the attestations suggest, that κισσάω as opposed to 2. κίσσα is primary, so a backformation (thus Lagercrantz Lautgeschichte 86ff., but with wrong etymology). But κισσάω is a denominative of 1. κίσσα jay, magpie and refers to the wellknown gluttony of the bird (ὄρνεον ἀδηφάγον καὶ παμφάγον sch. Ar. Pax 496); so κισσάω prop. popular-expressive behave like a jay (magpie). - The usual connection with Skt. kéta- will, desire, Lith. kviečiù invite etc. (Solmsen KZ 33, 294ff.) must be given up. Other wrong etymologies in Bq. The gloss κοῖται γυναικῶν ἐπιθυμίαι is just an incidental use of κοίτη = marital bed, sexual intercourse.