ἐπιμεταπέμπομαι: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc. | |elrutext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[send]] for a reinforcement, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A send for a reinforcement, Th.6.21, 7.7.
German (Pape)
[Seite 962] nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., πάλιν ἢ μετέπειτα μεταπέμπομαι, ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι Θουκ. 6. 21., 7. 7.
French (Bailly abrégé)
mander de nouveau.
Étymologie: ἐπί, μεταπέμπομαι.
Greek Monolingual
ἐπιμεταπέμπομαι (Α)
καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].
Greek Monotonic
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., στέλνω και ζητώ ενίσχυση, ζητώ επικουρία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμεταπέμπομαι: воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc.
Middle Liddell
Mid. to send for a reinforcement, Thuc.