μετώπιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1. | |elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μετ-ώπιον, ου, τό, = [[μέτωπον]],]<br />the [[forehead]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739. 2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.). 3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159. 4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803. II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20. 2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Gloss.; cf. νετώπιον.
German (Pape)
[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d’une feuille, bord d’une page;
3 huile parfumée d’Égypte.
Étymologie: μέτωπον.
English (Autenrieth)
on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.
Greek Monotonic
μετώπιον: τό, = μέτωπον, το μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μετώπιον: τό эп. = μέτωπον 1.