ἐφεστρίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφεστρίς:''' ίδος ἡ эфестрида (род верхней одежды) Xen., Plut., Anth.
|elrutext='''ἐφεστρίς:''' ίδος ἡ эфестрида (род верхней одежды) Xen., Plut., Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφεστρίς]], ίδος [[ἐφέννυμι]]<br />an [[upper]] [[garment]], wrapper, Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεστρίς Medium diacritics: ἐφεστρίς Low diacritics: εφεστρίς Capitals: ΕΦΕΣΤΡΙΣ
Transliteration A: ephestrís Transliteration B: ephestris Transliteration C: efestris Beta Code: e)festri/s

English (LSJ)

ίοος, ἡ, (ἐφέννυμι)

   A upper garment, wrapper, X.Smp.4.38; a philosopher's mantle, Ath.3.98a; soldier's cloak, Plu.Luc.28; πᾶσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐ. χρώμενοι Hdn.4.2.3, cf. 7.11.2,3; also a woman's robe, AP9.153 (Agath.), etc.    2 χλαμὺς ἐ. Ath.5.215c.    II coverlet, Poll.6.10, 10.42, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1115] ίδος, ἡ (ἕννυμι), ein Kleid zum Ueberziehen, Oberkleid, sowohl der Männer, Plut. Lucull. 28 Ath. III, 98 a Hdn. 4, 2, 5, als der Frauen, Hel.; πάγχρυσος Agath. 61 (IX, 153); Xen. Conv. 4, 38 vergleicht die ὄροφοι im Hause damit. – Bei Sp. auch die Pferdedecke, der Sattel. Vgl. Piers. zu Moeris p. 139 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ, (ἐφέννυμι) ἐπανωφόριον, ἱμάτιον, μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν τριβώνιον, Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ χλαμύς, Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· ὡσαύτως, γυναικεία ἐσθής, Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, Πολυδ. Ζ΄, 61.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vêtement de dessus;
2 sorte de casaque.
Étymologie: ἐπί, ἕννυμι.

Greek Monolingual

ἐφεστρίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) εφέννυμι
επανωφόρι, μανδύαςπάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.)
μσν.
σέλα
αρχ.
1. χιτώνας φιλοσόφου
2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.)
3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐφεστρίσι χρώμενοι», Ηρωδιαν.)
4. γυναικείο φόρεμα
5. (και ως επίθ.) «χλαμὺς ἐφεστρίς»
6. κάλυμμα, σκέπασμα
7. (κατά τον Ζων.) «ἐφεστρίδες
αἱ ἄγαμοι παρθένοι».

Greek Monotonic

ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ (ἐφέννυμι), πανωφόρι, μανδύας, σε Ξεν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεστρίς: ίδος ἡ эфестрида (род верхней одежды) Xen., Plut., Anth.

Middle Liddell

ἐφεστρίς, ίδος ἐφέννυμι
an upper garment, wrapper, Xen., Plut.